έλεγε η γιαγιά μου στο Λίμπλαρ
όταν ζητούσαμε ένα ακόμα χωνάκι
απ’ τον Ιταλό.
είχε χάσει τον άντρα της το ’44,
είχε χάσει την αίσθηση για τη λέξη αδικία,
δεν κλαψούριζε όπως ο Ιώβ.
στη φάρμα της έξω απ’ το Βέσσελινγκ ενώ πενθούσε,
η Κολωνία είχε ισοπεδωθεί για πάντα.
να γίνονται σκόνη,
ξέρει πως κατά βάση δε ζει κανείς τους,
πως οι πόλεις είναι απλά ονόματα,
ένα απόγευμα
γιατί δε φαινόταν στο νιπτήρα,
γιατί δεν πήγαινε πια ταξίδια, ήταν χήρα
και δεν έσκυβε με τα γαλάζια μάτια της
στην κουπαστή μιας κρουαζιέρας
για ν’ ανεμίζουν οι κορδέλες του καπέλου
στο Βόσπορο.
Από την ανέκδοτη συλλογή:
που γράφει «Ταξείδιον τριανταμιάς ωρών, Πειραιεύς».
και η θηλιά, μοιάζει να γελάει, μοιάζει χλωμός
φαίνεται ένα θολό σκυλί που μυρίζει μια πέτρα,
φαίνεται το λιμανίσιο νερό, ήταν νησιώτης εκεί
και ξένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου