Νέο εμπόρευμα, νέοι δούλοι έφτασαν στην πολιτεία,
από πολλά μέρη.
Ξελαρυγγιάστηκαν οι ντελάληδες.
Σαν τ’ άκουσαν οι κυβερνήτες, τα δόντια τους
καθάρισαν –γρήγορα – με οδοντογλυφίδες
κι ετοιμάστηκαν να πάνε στο σκλαβοπάζαρο.
Οι γριές πόρνες (συνηθισμένες στην αναισχυντία)
τα σακατεμένα σκέλια τους ξεσήκωσαν κι έτρεξαν
να δουν τις νέες σάρκες.
Όμως, πρώτος έφτασε ο μέγας ποντίφηξ,
κρατώντας εικόνες του αγίου Λαυρεντίου
(το ιερατείο εμφορείται από χριστιανικές αρχές).
Στην παράταξη των ξεδιαλεκτών, ένας εφοπλιστής
που οι μύγες τρυγούσαν το κεφάλι του,
γύρευε ν’ αγοράσει κωπηλάτες.
Και δίπλα του ο έπαρχος – σταθμάρχης,
ο μέγας ελεγκτής των μέτρων
(στα πόδια του φορούσε εκμαγεία,
πίστευε ότι οι γάμπες του ήταν εξαίσιες)
ξεδιάλεγε το ζωντανό εμπόρευμα.
Να τοι κι οι νοικοκυραίοι, μύρισαν εκπτώσεις
και μαζευτήκανε: ένας δούλος είναι χρήσιμος
(κι αν είναι μορφωμένος, καλύτερα ακόμα)
Και οι νέες πόρνες (ήρθαν αργότερα)
την ώρα τους περνούσαν, λέγοντας στους μεταπράτες:
όλοι κι όλα πωλούνται κι αγοράζονται
σε αυτόν τον κόσμο.
Οι θιασάρχες προχώρησαν μπροστά (κι αποφασιστικά).
Έπρεπε να ξαναρχίσουν οι αγώνες
και να κυλήσει αίμα.
Κι ας μην είχε διέξοδο το αίμα των σκλάβων,
στις αρένες έμενε άταφο, σαν σκοτεινή θάλασσα
γεμάτη μαύρα φύκια.
Αλλά κι οι καλλιτέχνες πρόκαναν το σκλαβοπάζαρο
(δεν άργησαν διόλου).
Άλλωστε τους θεωρούσαν
συστατικό της πολιτείας.
Αναρωτήθηκαν: γίνεται να ‘χουμε καιρόν
για σοφίες και καλλιτεχνήματα,
δίχως δούλους;
Ω, τι μεγαλειώδης διαπίστωση.
Την πιάσανε όμως οι ρήτορες κι αμέσως
φορτωθήκανε παπαγάλους,
παινεύοντας το πολίτευμα: που εξασφαλίζει
πράγματα (στα εργοτάξια
και τους χώρους εργασίας).
Να τος ένας Νούβιος κι άλλοι Αφρικανοί και Ασιάτες,
Θράκες ένα σωρό
και πολλοί Δάκες, Πόντιοι, Πέρσες,
Αρμένιοι ως και λίγοι Βαταβοί.
Ω, όλες οι ράτσες προσφέρουν στη δημιουργία.
Κάπως έτσι αποφάνθηκε ένας σοφός,
που φορούσε φτερά παγωνιού.
Τον λέγανε Ιάκωβο, μα ήταν υπερήφανος
που τον παρομοίαζαν με τον Θεμιστοκλή.
Κι αφού το ξεδιάλεγμα τελείωσε, ο μέγας ποντίφηξ
ευλόγησε πουλημένους και απούλητους
και προχώρησε προς τις τράπεζες
(περίεργη επιλογή).
Τ’ αλητόπαιδα στις γωνιές
αρχίσανε τα τραγούδια κι οι ραβδούχοι
με τα ξυρισμένα κεφάλια,
μοίραζαν ψωμί και θεάματα
στους πάγκους με τα κρέατα.
Εκεί καταγράφονταν κι οι δούλοι.
Με το αίμα τους βάζανε υπογραφή και χώνονταν
στα υπόγεια,
παρέα με τους νυχτοφύλακες
της ιστορίας και τα σκοτωμένα χελιδόνια.
3 σχόλια:
Συγχαρητήρια!!!
Αριστοτεχνική προσομοίωση!
Μεγαλοφυες!
Δημοσίευση σχολίου