Ας πούμε αυτοί γεράσαν μόνοι τόσο βιαστικά
Κι αντάμα τους γεράσαν κι οι αναμνήσεις
Σε μαύρα μπάρκαραν μεγάλα μεταγωγικά
Και παν και σ’ ανταρσία πώς να τους κινήσεις
Όταν προσμένουν με γαλήνη κι αίσια θλίψη
Να ’ρθεί βαρύ πειρατικό να τους συνθλίψει;
Ripresa ….. Φεγγάρι που ’βρεχες φωτιά
Δεν τους αντάμωσες ποτέ καθώς ερχόσουν;
Πες μου μ’ αλήθεια ή με ψευτιά
Τι περιμένουν πια για να θυμώσουν;
Των αλλουνών έχει η ζωή μεβίας ανατραπεί
Απρόσμενα μες στο βαθύτερο σκοτάδι
Έχει ο καθένας τους πολλά να κάμει και να πει
Γι’ αυτό κι η λάμπα του αναιρεί το εξαίσιο βράδι
Με τόση σκόνη στης ψυχής τους το στημόνι
Ό,τι κι αν βγει ενοχή καμιά δε ρυτιδώνει
Ετούτοι πάλι που ’σβησαν το μάτι του φιδιού
Γκρεμίζονται κοπαδιαστά και καταμόνας
Συνεπαρμένους απ’ την αύρα του εύκολου καιρού
Τους διαφεντεύει ο κάθε ανίσχυρος τυφώνας
Σχίζουν τα πέλαγα του μήκους και του πλάτους
Μουρλά πουλιά που καψαλίσαν τα φτερά τους
Μα υπάρχουνε και τα πολλά καλόβολα παιδιά
Του Λεβϊάθαν που μπορούν και ξεχωρίζουν
Ποιο το καλό ποιο το κακό και ποια η αναποδιά
Που συνηθίσαν να επιζούν χωρίς να ελπίζουν
Όλους τους πόνους έχει ο χρόνος απαλύνει
Αυτός ο αϊτός που τώρα κρύβει τη σελήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου