ξέπλυνε από τα αίματα καλά το πρόσωπό της
κι ανήσυχη έγειρε και ωχρή
στην ασημένια τής σελήνης αιώρα
σ’ όσα ποιήματα στο άπειρο μέλλεται να γραφούν
θα καίει η κάφτρα μιας σβησμένης αγκαλιάς
η μυρωδιά καπνού στο άστρο δυό σωμάτων
στον ουρανό οι μνήμες μας σαν ψίθυρος σταθμεύουν
την πρόδινε το μυστικό τού φεγγαριού της λίκνισμα
βράδυ κρεμάει στο κάνιστρο τα μήλ’ απορημένη
πριν την αυγή μαζεύει τα κι ούτε ματιά τούς ρίχνει
ας το καλάθι έγερνε να σκόρπιζαν τα μήλα
κι εκειό το κατακόκκινο το γλυκομελωμένο
με την πολλή λαχτάρα της στα δάχτυλα να κλείσει
να ξεθολώνει στ’ όνειρο το πούσι που τυφλώνει
πάνω στο θαλερό καρπό τον κόσμο της να λύσει
να ιδεί βαθύ το δάγκωμα και της δικής μου αγάπης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου