“Η φύση δημιουργεί τις δικές της συγγένειες,
κάποτε πολύ πιο ισχυρές από τις άλλες
που μας χαλκεύει το αίμα.” Οδ. Ελύτης
Κυρά εσύ,
που παθιασμένη η φλόγα της ψυχής σου,
άσβεστη καίει μες στο αίμα σου
κι ας πέρασε το καλοκαίρι της ζωής σου,
γιατί το πυρωμένο βέλος του έρωτα
το φυλλοκάρδι της καρδιάς σου να τρυπάει,
την ώρα που είσαι στη κορφή της δόξας σου
κ’ η φήμη σου παντού λαμποκοπάει;
Μονάχη σου κυνήγησες μια χίμαιρα,
ξεκίνησες ταξίδι μακρινό στη Σικελία,
σταμάτησες να πιείς νερό στη πόρτα μας,
φτερούγησες προς την αθανασία.
Σαν έφτασες απελπισμένη και αλλόφρονη
σε τούτο το απόμακρο ακρογιάλι,
σ’ έβαλε ο έρωτας, στου βράχου την κορφή,
μονάχη να χορέψεις στην ανεμοζάλη.
Εδώ στον τόπο τούτον τον απόκοσμο,
υπέρτατη δασκάλα των ασμάτων,
με μια παρθενική σεμνότητα,
αφού μετάλαβες από το φως του Απόλλωνα,
πηδώντας από τον φοβερό τον βράχο του,
στην αιωνιότητα πέρασες των αθανάτων.
Η ερωτική ζωή σου αξεδιάλυτο μυστήριο,
ανεξιχνίαστη και παρεξηγημένη.
Ωστόσο ένα είναι σίγουρο,
πως ρίχτηκες στην άβυσσο
για ένα ναύτη όμορφο, που δε σε περιμένει.
Ήτανε μια απόφαση απρόσμενη,
παρμένη στου μυαλού την παραζάλη,
όταν για μια στιγμή το πίστεψες,
στου Φάωνα πως δεν χωρούσες την αγκάλη.
Το σώμα σου μαζεύτηκε απ’ τις ψαρόβαρκες
και κάηκε
κ’ η στάχτη σου ταξίδεψε στη Λέσβο,
πολύτιμο πεσκέσι του παράταιρου ερωτά σου,
για να κλαφτεί στον τόπο που γεννήθηκες,
σύμφωνα με το εσώτερο το θέλημά σου.
Λευκάτα ηλιοφώτιστε κι ατάραχε απ’ την ορμή
του αέρα και του πέλαου,
που λαίμαργα τα νερά σου δεν εχόρτασαν
ερωτικές εξιλαστήριες θυσίες,
πηδήματα εξευμενισμού θεών
και καταδίκων καθαρτήρια πετάγματα,
μες στων αδιάκοπων θανάτων τη χορεία,
εσύ και μόνο εσύ κρατάς το μυστικό,
αυτού του μύθου π’ ακουμπά στην ιστορία.
Αν είσαι ο μόνος μάρτυρας
που τελευταίος άκουσες τη μαγική τη λύρα,
φανέρωσέ το παρευθύς με μια σου μόνο πράξη.
Σκύψε στα σκοτεινά νερά
να βρεις τη λύρα που ’σφιγγε στα στήθια,
σαν έπεφτε η κόρη από ψηλά.
Μόνο έτσι θα φανερωθεί η αλήθεια.
Το κύμα σαν ημέρεψε κι έπεσε η καταιγίδα,
έσκυψε ο βράχος,
κι άπλωσε το χέρι σαν τσιμπίδα.
Σαν το ’βγαλε με προσοχή απ’ του βυθού τη λάσπη,
μέσα στη χούφτα του άστραφτε,
ασήμι και χρυσάφι.
Πρόβαλε η λύρα της Σαπφώς, με δυο χορδές σπασμένες
και άλλες πέντε απείραχτες, στ’ αλάτι βουτηγμένες.
Σήκωσε βράχε το εύρημα, μεσούρανα ν’ αστράψει,
την δόξα που απόκτησες κανείς να μη σ’ αρπάξει.
Κι απίθωσέ το απαλά, σ’ ένα λευκό κοχύλι,
με σεβασμό και προσοχή σα να κρεμάς καντήλι.
Με τις χορδές π’ απόμειναν θα παίζουν οι Νεράιδες
τραγούδια στον Απόλλωνα κι ερωτικές καντάδες.
Περήφανε ασπρόβραχε, βαρύθυμε Λευκάτα,
ολοστιγμής μας έφερες ποθούμενα μαντάτα,
κι απόδειξες περίτρανα στου χρόνου την πορεία,
πόσο απέχει ο μύθος μας από την ιστορία.
Και εσύ ποιήτρια τρισμέγιστη,
αν είναι μύθος τούτη η ιστορία σου,
όπως καθένας έχει λόγο να πιστεύει,
Κυρά, μη σε πειράζει, μην πικραίνεσαι,
ο μύθος στην Ελλάδα περισσεύει.
Κατσιγιάννης Λεόντιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου