Δοκίμιο της Ζαχαρούλας
Γαϊτανάκη
«Αγάπες ταξιδιάρες στο κύμα το θολό.
/ Και βούλιαξε η βαρκούλα / κι επέσαν στο γιαλό.»
Ο Σκιαθίτης Λογοτέχνης
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911), διακρίθηκε κυρίως για τα ηθογραφικά του
διηγήματα, αν και ασχολήθηκε επίσης με το ιστορικό μυθιστόρημα και δημοσίευσε
στον Τύπο επιφυλλίδες αλλά και μεταφράσεις μυθιστορημάτων ξένων συγγραφέων
(Τουργκένιεφ, Φρανς, Ντοστογιέφσκι, Χώλλ Κέϋν, Χάρτ, Μπρετ κ.ά.). Το προσωπικό
του έργο ξεχωρίζει για την προσήλωσή του στην Ορθοδοξία και την Παράδοση (είναι
εμφανής η προσκόλλησή του στη Βυζαντινή παράδοση), τις δύο ακατάλυτες ελληνικές
αξίες.
Ο Ιταλός μελετητής Mario Vitti,
στο έργο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», σημειώνει: «Ένας κόσμος εξίσου σύνθετος, πίσω από τη
φαινομενική του απλότητα, δημιουργήθηκε από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…». Η
παρουσίαση αυτού του περίγυρου γίνεται αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα, ο
οποίος δεν είναι ξεκομμένος από τους ανθρώπους, ούτε αγνοεί εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν την
αποκλίνουσα συμπεριφορά κάποιων συνανθρώπων του. Αντιθέτως, τα αναδεικνύει, τα
τονίζει με την χρήση των κατάλληλων λέξεων, περιγράφει κινήσεις, σκέψεις,
γεγονότα, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, δίνοντάς μας την δυνατότητα να τα
γνωρίσουμε σε βάθος, να βιώσουμε νοερά τις ανάγκες τους, την αδυναμία τους, την
άγνοια ή τις μικροχαρές της καθημερινότητάς τους, ακόμη και του άρρωστου
ψυχισμού τους να προσεγγίσουμε κάποιες πτυχές.
Ο Ι. Μ. Χατζηφώτης, θεωρεί τον Παπαδιαμάντη «από τους πιο σημαντικούς πεζογράφους μας» επισημαίνοντας πως «Μπορεί να παρατηρείται στο έργο του
αφροντισιά ύφους, έλλειψη τεχνική, προχειρότητα ακόμη. Όμως πέρα από αυτά
υπάρχει ο ανθρώπινος Παπαδιαμάντης, η ποιητική εκείνη ψυχή που τις αντιξοότητες
και τις χαρές της ζωής αντιμετώπιζε με συνείδηση γνήσια καλλιτεχνική.» (από
δοκίμιό του για την «Ελληνική Φιλολογία»).
Ο Ηλίας Π. Βουτιερίδης σε μελέτη
του, που εκδόθηκε το 1931, γράφει: «Μα
δεν χρειαζότανε να έχουμε τους στίχους του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη για
να νιώσουμε ότι ο καθένας τους ήταν κι αληθινός ποιητής. Την ποίηση τηνε
βρίσκουμε πλούσια σκορπισμένη μέσα σ’ όλα τα πεζογραφήματά τους. Είναι και οι
δυο τους ποιητές σε πεζό λόγο. Και τούτο είναι που δίνει την ξεχωριστή ομορφιά
και χάρη, την ασύγκριτη δροσιά στα περισσότερα διηγήματά τους. Η ποίησή τους,
που αναβρύζει ολόισα από την ψυχή τους, σαν δροσερή και κελαϊδίστρα πηγή,
βρίσκεται στις περιγραφές τους, περιγραφές φύσης, τοποθεσιών, προσώπων,
πραγμάτων, στη διατύπωση χαρακτήρων, που μας γίνονται αμέσως κι αλησμόνητα
συμπαθητικοί, στη θέλησή τους να ομορφαίνουμε τη ζωή και ν’ αποδιώχνουν τις
ασκήμιες της με την καλοσύνη, που την κάνουμε κάποιο μέσο για την αναπαράστασή
της.» («Αλ. Παπαδιαμάντης – Αλ.
Μωραϊτίδης: Η ζωή και το έργο τους»). Κάποιες από αυτές τις πινελιές ποίησης,
που υπάρχουν στο έργο του Παπαδιαμάντη, ανιχνεύουμε και παρουσιάζουμε στη
συνέχεια, στο σύντομο εξέτασμά μας.
Τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε ο
Παπαδιαμάντης, άλλα είναι σε καθαρεύουσα κι άλλα σε λαϊκή γλώσσα γραμμένα. Ο
ξάδερφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, μας μεταφέρει μια ενδιαφέρουσα πληροφορία:
Κάποτε που ο Παπαδιαμάντης είχε πονόδοντο και υπέφερε, έγραψε μια Ακολουθία
στον Άγιο Αντύπα, παρακαλώντας για την ίασή του. Ο Μωραϊτίδης κατείχε τα
χειρόγραφα της Ακολουθίας «γραμμένα με
μολύβι. Είναι πολύ ωραία, πολύ ποιητική». Και συμπληρώνει πως ο ξάδερφός
του «πριν πεθάνει είχε συνθέσει μερικά
Τροπάρια.».
Τα πρόσωπα των ηρώων του
Παπαδιαμάντη είναι απρόβλεπτα, γοητευτικά και ταυτόχρονα καθημερινά. Κορυφαία
ηρωίδα του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η Χαδούλα η Φραγκογιαννού,
πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημά του «Η
ΦΟΝΙΣΣΑ», που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1903 στο περιοδικό «Παναθήναια».
Σκιαγραφείται με τόση τέχνη η ψυχοσύνθεσή της που μας εντυπωσιάζει, δεδομένου
ότι το έργο γράφτηκε πάνω από έναν αιώνα πριν. Ο Παπαδιαμάντης αναδεικνύεται σε
ταλαντούχο ψυχογράφο, δεν αφήνει πάντως την ηρωίδα του έρμαιο της κριτικής μας.
Νιώθει γι’ αυτήν συμπάθεια, θεωρεί ότι της αξίζει η συγχώρεση στο τέλος του
βίου της «Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη
ως δέκα βήματα από τον Άϊ – Σώστην. Δεν είχεν πλέον έδαφος να πατήση,
εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ. Τα κύματα
εφούσκωναν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της.
Την στιγμήν εκείνην, το βλάμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την
έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου τα είχον δώσει ως προίκα έναν αγρόν, όταν
νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύμφην οι γονείς
της….Ω! να το προικιό μου! Είπε. Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η
γραία Χαλδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν
τον ενώνοντα τον βράχον του ορμητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου,
μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.»
Στο πρώτο μυθιστόρημα του
Παπαδιαμάντη «Οι έμποροι των Εθνών» (1882), κυριαρχεί «ένας ασυγκράτητος έρωτας και ξετραχηλιασμένος ρομαντισμός», οι
οποίοι γίνονται αιτίες άγριων γεγονότων (φόνοι, αρπαγές κουρσέματα, ατιμίες κ.
ά.), με φόντο τον μεσαιωνικό περίγυρο που κινούνται τα πρόσωπα του έργου. Ένα
από αυτά, η αρχόντισσα Αυγούστα, εξομολογείται σ’ έναν ηλικιωμένο καλόγερο αυτά
που νιώθει. Μια ποιητική κατάθεση ψυχής είναι τα λόγια της: «…Αγαπώ εκείνον, όστις κατέστρεψε την
οικιακήν μου ευδαιμονίαν και κατεσπάραξε την καρδίαν του συζύγου μου, τον αγαπώ
τοσούτον διαπύρως και τοσούτον εμμανώς, ώστε ο έρως ούτος είναι λεγεών όλη
δαιμόνων εξηπλωμένη ως πολύπλους με τους πλοκάμους του εις τας φλέβας μου
εκμυζώσα το αίμα μου και απορροφώσα την πνοήν μου. Ουδέποτε μετενόησα δια το
έγκλημά μου τούτο, πάτερ, ουδέ πιστεύω ότι είναι δυνατόν να μετανοήσω.»
Στο μυθιστόρημα «Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ»
(1884), συναντούμε μεταφρασμένους στίχους του Μπάυρον: «του ίυγγος ο γογγισμός ο πένθιμος ηκούσθη, / ο κώδων ο ερημικός της προσευχής εκρούσθη.
/ Χαίρε Μαρία! Έρωτος και προσευχής η ώρα. / Χαίρε Μαρία! Δέχθητι τα δάκρυα ως
δώρα.» Αλλά και του ίδιου του
Παπαδιαμάντη το «ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ»: «Με
το βαρειό, με το βαρειό, ξυπνά ο γύφτος το χωριό. / Το χωριό, το χωριό. / Τρα
λα λα λα λα ρο λα ρο…/ Για το σφυρί, για το σφυρί, / τρελαίνεται κι η λυγερή. /
Λυγερή, λυγερή. / Τρα λα λα λα, ρη, λα, ρη…/ Μες την φωτιά, μες την φωτιά, / παίζει ο
γύφτος τη ματιά. / τη ματιά, τη ματιά. / τρα λα λα λα, τρα λα…».
Στο διήγημα «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»
(1900), το απλοϊκό βοσκόπουλο γίνεται Ποιητής για να μας ιστορήσει την συνάντησή του με την Μοσχούλα:
«Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της
σελήνης, το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνη του γαληνώτος
πελάγους και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύμματα.» Σε κάποιους άλλους
στίχους του τραγουδά στην αγαπημένη του: «Εικόν’
αχειροποίητη που στην καρδιά μου σ’ είχα. / Κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της
κορφής σου τρίχα. / Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγισμένα, / σαν περιστέρι
στη σπηλιά με τάραξαν για σένα. / Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε.
/ Τ’ αηδόνια αυτά που κελαηδούν μου φαίνονται να κλαίνε. / Να σε χαρή κι η
άνοιξη μαζί με τα λουλούδια. / [……..] Αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.
/ Κι αυτό το μορφοδούλικο το τιμημένο
χέρι. / Αν έσφιξε ή το ’σφιξαν ένας Θεός το ξέρει. / Τη χάρη σου την σπλαχνική
μη μ’ αρνηθής, πουλί μου…/ Αγάπη μου αιώνια, αγάπη υστερνή μου.»
Άγνωστοι, άτιτλοι στίχοι,
υπάρχουν και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΓΚΡΕΜΝΟ»: «Ξύπνα, τα ρυάκια σέρνουν / το νερό
μουρμουριστά. // Και τα δέντρα σειούνται, γέρνουν / κι η ψυχή μου πώς βαστά;»
Το διήγημα «ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ
ΦΩΚΗΣ» καταλήγει: «Το μοιρολόγι της φώκης,
το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την
άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής: Αυτή ήταν η Ακριβούλα / κ’
εγγόνα της γρηα Λούκαινας. / Φύκια είναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά
της… / κ’ η γριά ακόμη μοιρολογά / τα γεονοβόλια της τα παληά, / σαν νάχαν ποτέ
τελειωμό / τα πάθια κ’ οι καϋμοί του κόσμου. »
Κάποια αυτοσχεδιάσματα
συναντούμε στα διηγήματα «ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ»: 1) «Από το Κάστρο ως τη Βλαχιά / στης Αναγκιάς το τόπι, / δεν είναι χώρες
και χωριά, / όρη, βουνά και τόποι. / Για σε πονεί η καρδούλα μου / και στο
Μισήρι μη διαβής, / κ’ ο νους σ’ εδώ να μένη / ψυχή λησμονημένη. »
2) «Στην Αφρική είν’ ένα νερό, / καινούργιο συντριβάνι, / ποιος έχει αγάπη στην καρδιά / ας πα να πιή
να γιάννη.»
και «ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ»: «έρχουμαι, κυρά μ’, δεν έρχουμαι / έξω στην
πόρτα στέκουμαι, / βρέχει ουρανός και βρέχουμαι. / Έλα βαρειά, σιγά και
ταπεινά, / μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά / και κάψουνε τη γειτονιά. / Έρχουμαι,
καλέ μ’ δεν έρχουμαι / έξω στην πόρτα στέκουμαι, / ξενάκ’ είμαι και βρέχουμαι.»
Οι στίχοι του Σκιαθίτη λογοτέχνη
ξεχειλίζουν επίσης από θρησκευτικότητα, η πίστη του φανερώνεται σ’ όλο του το έργο, το ίδιο και η φυσιολατρία
του. Ζωγραφίζει την φύση της εποχής του με τρόπο θαυμάσιο. Ο Ηλίας Βουτιερίδης
γράφει ότι «δεν λείπει από το έργο του η
ποίηση και η σεμνότητα της φράσης»
και η πυκνότητα της φράσης θα συμπληρώναμε. Ένα μικρό απόσπασμα – ύμνος
στον Δημιουργό, από το ποίημα «ΔΕΗΣΙΣ» (Εκ των Ψαλμών του Δαυϊδ): «Προς Σε τας χείρας μου, προς Σε τους
οφθαλμούς μου αίρω. / Τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σου προσφέρω. / Ετάκη η
καρδία μου ωσεί κηρός εντός μου. / Ελέησόν με ο Θεός, σπλαχνίσου, ο Θεός μου. /
Είναι πολύ το πέλαγος, πολύ των οικτιρμών σου. / Η προσευχή μου εις ναόν φοιτά
τον Άγιόν σου. / Εις κρίσιν με τον
δούλον σου μη θέλεις να εισέλθης. / […..] Ανωφελής ο βίος μου ενώπιόν σου ρέει.
/ Πάσα πνοή και ύπαρξις το πρόσκαιρόν της κλαίει. / Εις λίθς προς οικοδομήν ας
ήμην του ναού σου. / Και ας ήμην καίουσα λαμπάς προς του σεπτού βωμού σου. / Ω
Κύριε, τις εν Θεοίς υπάρχει όμοιός σου: / και τις το πλάσμα δύναται των σων
χειρών να σώση; / Ετάκη η καρδία μου ωσεί κηρός εντός μου. / Ελεησόν με.Ύψιστε,
ο Πλάστη και Θεός μου. »
Το ποίημα «ΜΙΑ ΨΥΧΗ», το οποίο
βρίσκεται στο ομώνυμο διήγημα, έχει «έναν ιερόπρεπο και κάπως μυστικόπαθο
τόνο», νομίζεις πώς διαβάζεις κάποιον Ψαλμό: «- Ο Άγγελος ως λέγουν της υστάτης / πορείας ξεναγός, επαναφέρει, / την
φεύγουσαν ψυχήν εις τα γνωστά της / και εις τα προσφιλή της μνήμης μέρη… /
Απηύδησα να κυλινδώ μοιραίως / του βίου μου το άχθος προς το βήμα, / κατάδικος,
ως η ψυχή φονέως / η σύρουσ’ από του λαιμού το θύμα. / Ποια σκληρά τη θύρα μου
χείρ κρούει; / οστών ως θραυσμένων είν’ κρότος / τοιούτον κρότον, πώς το ους ακούει; /
τοιούτον πώς το όμμα πλήττει σκότος; / Ως ξένος εν τω μέσω της ερήμου / ζητεί τον προ πολλού ταφέντα τάφον / της
προσφιλούς ζητεί και η ψυχή μου / αλύσεώς της τον κοπέντα κρίκον.»
(απόσπαμα).
Ένα από τα καλύτερα ποιήματα του
Παπαδιαμάντη, «αληθινά αριστουργηματικό» το είχαν χαρακτηρίσει μελετητές του,
είναι αυτό που έγραψε για να θρηνήσει τον χαμό της βασιλοπούλας Αλεξάνδρας
(κόρης του τότε Βασιλιά Γεωργίου Α’) στις 12 Σεπτεμβρίου 1891. τίτλος του «Η
ΚΟΙΜΑΜΕΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ»: «Λόγγος κι ορμάνι
γύρω στο παλάτι / και το φυλάν αόρατα σπαθιά / κ’ εκείνη αποκοιμήθηκε βαθειά /
και δεν την βλέπει ανθρώπου μάτι. / Μάγια κακά της είχαν καμωμένα / να μη
ξυπνήση χρόνους εκατό, / πριν ένα βασιλόπουλο ξακουστό / έρθη να την ευρή απ’
τα ξένα. / Σ’ είσ’ η Κοιμάμενη Βασιλοπούλα / που όλ’ η Ελλάς νανούρισμα γλυκό /
σου στέλνει ένα τραγούδι μυστικό / και μια χρυσόχλωρη μυρτούλα…» (απόσπασμα).
Εξίσου καλό θεωρείται και το
«ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ» λυρικό ποίημά του, όπου παρομοιάζεται ο μικρός Αλέξανδρος
ως «άμοιρο και σκοτεινό τριγόνι, / όπου το δέρνει ο άνεμος / βροχή που το
πληγώνει…» αλλά στην μητρική αγκαλιά βρίσκει γαληνό λιμάνι και καταφεύγει.
«Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ» είναι ένα διήγημα
γεμάτο ποίηση, ζωντανή διήγηση, δείχνει πόσο καλά κατέχει ο συγγραφέας το την
ανθρώπινη και ιδιαίτερα τη γυναικεία ψυχή. Η νεαρή Λιαλιώ, παντρεμένη με άντρα
μεγαλύτερό της, λαχταρά την φυγή της. Μια γλαφυρή περιγραφή της κοπέλας μας
δίνει ο Παπαδιαμάντης: «Η Λιαλιώ έμεινε
με το μεσοφούστανον,κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσο και το λόβιον, και με τας
λευκάς περικνημίδας, υφ’ ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας,
λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του
λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κι
εκάθισε συνεσταλμένη παρά την πρύμναν, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον
και χαρίεν ανάστημά της.»
Στο διήγημα «Η ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ», ο
ίδιος ο Δημιουργός του σημειώνει: «Όλοι
οι στίχοι (εννοεί που ακολουθούν) είναι παράφρασις εκ του ΠΓ’ Ψαλμού του ΔΑΥΪΔ
ού η αρχή: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων, επιποθεί και
εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου»:
«Και πάλι κίνησα να ’ρθω, χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
όπου με πόθο αχόρταγο το λαχταρεί η ψυχή μου.
Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κι η καρδιά μου.
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους τα δόλια να πλαγιάσουν
στον ιερό Σου τον βωμό, αθάνατε Χριστέ μου!
Κάλλιο μια μέρα στη δική Σου αυλή, παρά χιλιάδες,
στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
καλύτερα παρά να ζω σ’ αμαρτωλών λημέρια.»
Στο διήγημα «ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ»
(1892), συναντούμε ένα ακόμη ποίημα. Εδώ ο συγγραφέας σαρκάζει τον στιχουργό,
αυτοσαρκάζεται άραγε; Γράφει: «Επήρε τη
Φρόσω για Κατίγκω, ως έλεγαν αργότερα ο ίδιος. Και τους στίχους τους οποίους
έγραψε δι’ αυτήν (διότι έγραφε, φευ! Και στίχους, τους οποίους ευτυχώς δεν
εδημοσίευε), την ωνόμαζε, καλή τη πίστει, Κατίναν. «Ειπέ μου τι τους έκαμες,
Κατίνα ρημασμένη! / Πώς κάθε όμμα βάσκανον εσένα μόνον βλέπει, / και κάθε
γλώσσα δια σε λαλεί φαρμακωμένη; / Α, όχι τούτο δια σε, Κατίνα μου, δεν
πρέπει…/ Αν υπανδρεύθης, έκαμες κακόν; Θεός φυλάξοι! / Ομοίως υπανδρεύονται
όλοι οι φτωχοί, Κατίνα, / κ’ οι μαύρες σου γειτόνισσες, η τύχη σαν αλλάξη / που
λέγουν τόσα δια σε, κι εβόϊξ’ η Αθήνα. […..]».
Κι είναι στα «ΡΟΔΙΝΑ
ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ», που ο Παπαδιαμάντης γίνεται ερωτικός, φυλακίζει στις γραμμές του
διηγήματός του συναισθήματα ανείπωτα, όλα για έναν έρωτα που δεν εκφράστηκε δια
ζώσης στην αγαπημένη μορφή, εκείνη που έκανε τον ήρωα του έργου του να
σκέφτεται: «…Τι άλλο θα ονειροπολούσα
τάχα εις τον κόσμον; Τι άλλο παρά μίαν στιγμή να την ίδω. Και τώρα την έβλεπα
επί πολλά λεπτά, τα οποία εφαίνοντο να ήταν σταγόνες πεσούσαι από το κέρασμα
θείας αμβροσίας… Είχεν έλθει και εκάθισε σιμά εις το παράθυρον. Έφερε το
εργόχειρον, κρεμαστόν περί τον θείο λαιμόν της. Και έκυπτεν επί της θείας
τραχηλιάς της, της κολπομένης με πτυχάς και σχήμα ανέφικτον εις την πλεόν
ιδεώδη πλαστικήν… Έπαλε γοργά τας μικράς βελόνας της. Ω, με αυτάς είχε
περονίσει την καρδίαν. Αλλ’ είναι λίαν προσφιλής η καίουσα πληγή. Ιδού, μειδιά!
Ω κάλλος, ω μορφή, ω οπτασία!» Ένας ύμνος στη γυναικεία καλλονή είναι τούτο
το απόσπασμα, γραμμένο από έναν «κοσμοκαλόγερο» συγγραφέα, ο οποίος δεν μισούσε
τη γυναίκα αλλά την σεβόταν και την τραγουδούσε με τον δικό του μοναδικό κι
αντρίκιο τρόπο.
Τόσο στα ποιήματα όσο και στα
πεζά κείμενά του ο Παπαδιαμάντης φιλοξενεί πολλά λαογραφικά στοιχεία.
Παρατηρούμε ότι κάποιοι στίχοι του έχουν την μορφή δημοτικού τραγουδιού και
τούτο δεν είναι μια κουραστική μίμηση αλλά ένας δημιουργικός αυτοσχεδιασμός.
Όσα καινούργια κι αν προσθέσουν οι μελετητές και οι κριτικοί για τον Σκιαθίτη
συγγραφέα, είναι το έργο του το οποίο μιλάει από μόνο του και πιστοποιεί την
αξία του Δημιουργού του. Ο Θεμ. Αθανασιάδης –Νόβας έγραψε γι’ αυτόν στους
«ΗΡΩΕΣ» (το 1969): «Ποιες είναι λοιπόν οι μαγικές αρετές του; Είναι αρετές
Τέχνης και αρετές ζωής; Έχουν πιστέψει ότι ο Παπαδιαμάντης μόνο κατά το μισό
γοητεύει με την Τέχνη του, κατά το άλλο μισό γοητεύει με την ζωή του. Κι αν
ήταν έτσι; Μήπως την έκλεψε τη ζωή του από κανέναν; Τη δημιούργησε μόνος του… Ο
Παπαδιαμάντης έφτιας ένα διπλό (ενν. αριστούργημα): τη ζωή του και την Τέχνη
του. Ξέρω πως άλλο είναι να γράφεις κι άλλο να ζεις. Αλλά ο αληθινός Ποιητής
δεν γράφει, αν δεν έχει ζήσει. Ο Παπαδιαμάντης έγραφε ό,τι ζούσε και ζούσε ό,τι
έγραφε. Γι’ αυτό η Τέχνη του, όπως η ζωή του, είναι μοναδική και ανεπανάληπτη.
Κανείς δεν τόλμησε να τη μιμηθεί και κανείς δεν μπόρεσε να τη συνεχίσει.»
(σελίδες 49-50).
Τη διετία 1909-1911, λίγο πριν
τον θάνατό του το 1911, ο Παπαδιαμάντης βρίσκεται στη Σκιάθο. Είναι γέρος κι
άρρωστος. Μέσα του φουντώνει η νοσταλγία για τα παιδικά του χρόνια, κείνη την
εποχή της ανεμελιάς και της ελπίδας. Τώρα, στο τέλος του βίου του, γράφει
στίχους παρακλητικούς στις Παναγίες του
νησιού του. Στην Παναγία την Κουνίστρα: «Ω
Παναγία μου, κόρη Πάναγνη, καλή, / ίσως να φτάση κι ως εμένα και ν’ απλώση /
γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή.» Στην Παναγία του Ντομάν εύχεται: «Είθε και στην καρδιά μου που έχει στραγγιχτή
/ να δώση ζωήν και δύναμι η χάρις Σου.» Και στην Παναγία στο Πυργί εκφράζει
την επιθυμία να ξαναγεννηθεί: «και η
πλάση όλη αναγαλλιάζει /και το φθινόπωρο ξανανεώνει η γης / σαν σεμνή κόρη, που
περίμενε χρόνια τον αρραβωνιαστικό της απ’ τα ξένα / και στο τέλος τον απόλαψε
πριν είναι πολύ αργά, / και σαν τη στείρα γραία, / που γέννησε θεόπαιδο / κι
ευφράνθη στα γεράματά της. / - Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγία μου, / πριν ν’
απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω. ».
Στερημένοι από την φρεσκάδα, την
έμπνευση, πιότερο προσωπικοί γίνονται οι στίχοι του Παπαδιαμάντη στα υστερνά
του. Δεήσεις εναγώνιες και ύμνοι εσπερινοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τούτα
τα σχεδιάσματα. Δεν παύουν πάντως να έχουν την δική τους αξία στο σύνολο του
έργου του.
Αξιολογώντας τις έμμετρες
προσπάθειες του Παπαδιαμάντη, παρατηρούμε ότι ο Σκιαθίτης Δημιουργός, ούτε νέα
διάσταση στην Ποίηση έδωσε, μήτε καμιά ποιητική προοπτική προσέφερε. Κανέναν
ενθουσιασμό δεν διακρίνουμε στους στίχους των λιγοστών ποιημάτων που συνέθεσε.
Απετέλεσαν, μπορούμε να πούμε, οι στίχοι του – όπου χρησιμοποιήθηκαν μέσα στα
διηγήματα και στα μυθιστορήματά του – έναν συνδετικό κρίκο με το πεζό κείμενο.
Αυτό δεν μειώνει την αξία αυτών των ιχνών ποίησης που συναντούμε στο έργο του
Παπαδιαμάντη. Απομένει να πλησιάσουμε την Τέχνη του, με πνεύμα ελεύθερο, καρδιά
ανοιχτή να δεχτεί και να κατακτήσει όλον αυτόν τον γλωσσικό πλούτο που κρύβεται
σε κάθε διήγημα, μυθιστόρημα ή ποίημά του. Ο ίδιος όπως αναφέρει στο διήγημά
του «ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ¨(1893), είχε την φιλοδοξία του ταπεινού εργάτη του
πνεύματος, αυτό που επιθυμούσε ήταν: «Το
επ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά
τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετα΄αλτρείας τον Χριστόν μου, να
περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά
ήθη.» Τούτα τα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η υποθήκη του
Παπαδιαμάντη προς κάθε σύγχρονο Έλληνα Δημιουργό. Η υπενθύμιση του ιερού του
χρέους προς την Πατρίδα (χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις), την Ορθοδοξάι (μακριά
από φανατισμούς) και την Τέχνη (στην ανανέωση της οποίας ο καθένας μας οφείλει
να βάλει ένα μικρό λιθαράκι).
Είναι βέβαιο πως και στον 21ο
αιώνα, ο Παπαδιαμάντης θα κερδίζει το θαυμασμό και την αγάπη μας. θα τον
προσεγγίζουμε με ενδιαφέρον για την εποχή του και συμπάθεια για τους ήρωές του.
Θα σκύβουμε με σεβασμό πάνω στις σελίδες των έργων του για ν’ απολαύσουμε τον
Λόγο και την Τέχνη ενός αυθεντικού και διαχρονικού Δημιουργού.
ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου