Τριάντα χρόνια αναρωτιέμαι
μ’ αυτή την αίσθηση του γνωστού που διαφεύγει
πως έλεγαν το ξάδερφο της
δεκαοκτώ χρονών εγώ δεκάξι αυτή.
λέω α- ναι τον έλεγαν Αχιλλέα.
πήγαινα και ‘γώ σα το κλέφτη
πίναμε βερμούτ και κάπνιζα συνέχεια ένα τσιμπούκι
μας στρώνανε στο πάτωμα της κουζίνας
και έφευγα τα χαράματα για το υπόγειό μου
στο σπίτι που ζούσαμε τότε.
καταλαβαίνεις τι λέω έτσι δεν είναι ;
που αφήνουν τα τζιτζίκια στα δέντρα
σε διάφορους τόπους και χρόνους
εαυτούς άγνωστους μεταξύ τους
και σε μάς
καμιά φορά.
Tους συναντάμε στα όνειρά μας
ή βαθιά στα μάτια ξεχασμένων φίλων
δε μας κατηγορούν πια
σα τα παιδιά που κουραστήκανε να κλαίνε
[Θυμάσαι που είχαν βάλει
κάτι κίτρινα φώτα στους δρόμους
έξω από το Λύκειο και φυσούσαν οι νοτιάδες
που μας έλιωναν τη ψυχή
και έμενε ένα γυμνό κορμί
δεκαοκτώ χρονών;]
γιατί θα πιούμε απόψε απ ότι βλέπω
θα κατεβούμε στα υπόγεια της μνήμης
να βρούμε κομμάτια
να φτιάξομε ένα παρελθόν
που να γνωριζόμαστε από τότε
θα προτιμούσα εκεί στα κίτρινα φώτα
που έδιδε χρώμα στις μπλέ ποδιές
όταν φυσούσαν οι νοτιάδες.
βάλε κρασί !
τελικά τον έλεγαν Αχιλλέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου