Σταματήσαμε να μιλούμε για έρωτα
ήταν και αυτός λίγος μπροστά στην αναγκαιότητα
ο λόγος μας έγινε κούφιος, ξεδιψούσε με το σάλιο
τα μέταλλα των αναμνήσεων έλιωσαν στα χέρια μας
μαράθηκαν ακόμη και τα δάκρυα
και στα είκοσι μοιάζεις τριανταπέντε και πενήντα
Η φωνή έγινε σάρκα
φλεγόμενη μηχανή
μονομερής και έμβολο εποχών
Ξεχάσαμε πώς είναι να φιλάς
ξαπλωμένος στης θάλασσας τη γλώσσα
πώς ήμαστε με τα μάτια ξέθωρα
με τους καταρράκτες ανάμεσα στα πόδια
πώς ξαγρυπνούσαμε με τη ζωηράδα του κουνουπιού
πώς ήταν όταν γράφαμε κάτι μεγάλο
κι άγριο
Και τώρα πια πτυσμένοι στου κόσμου τα κατάρτια
μας φύσηξαν από το χωνί το ομοούσιο της τρέλας
απ' της Αστάρτης την πηγή
και στου νερού τις κλειστές πόρτες
λιμνάσαμε επιχείλια της ευτυχίας
ξεψυχισμένοι από το χάος
γνέφοντας από μακριά
στη ζωή απέναντι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου