κι οι κούρσαροί μου
παλικάρια αμούσκευτα
στου πελάγου την αύρα.
στης ακτής το μυχό.
Εγώ που σε πόθησα
πόσο λάθος είχα!
κι άντρες μου υμνούνε
με φαλτσέτες ξεγύμνωτες•
στου καιρού μας το μπάρκο.
μες σε λόγια της πλώρης.
Την αυγή του χειμώνα
θα σ’ αγγίξω, σαν έρθω.
να κουρνιάζουμε άπραγοι
σα σε θάλπη μουσείου,
τι σεπτοί μαχιαροβγάλτες!
και οι πόλεις αμέρωτες,
πότε φτάσαμε κιόλας
τις σκιές αναμετρώντας.
κι εγώ σα να ‘μια οίστρος
……….σε καλώ!
σε πήρα απ’ το χέρι
δείχνοντας τα βουνά.
πέρασα μαζί σου
σιωπηλά!
τώρα που φεύγω από ‘δω:
είναι ο καημός αβάσταχτος.
και μένω πια για να σε ‘δω,
ειν’ το φευγιό πολύ σκληρό
όσο δεν έχει γυρισμό.
που είναι όλεθρος να σε κρατώ.
Και τα βουνά κι αυτά ακίνητα.
με χέρια
που δεν χαϊδεύουν πια
σου ‘δινα αφορμές
για να πονάς.
ένα ακόμα μένει να σου πω
«Ας μείνω αγιάτρευτος».
δυο κοντάρια ανέστιος
δίσκος κόκκινος,
κόκκινος κι ηφαίστειος.
δυο κοντάρια ανέσπερος,
σγουρομάλλης θάνατος
κόκκινος κι ηφαίστειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου