Και μια βροχή ανάμεσα μας να μουσκεύει τα ανείπωτα.
Πόσα πια υγρά, νερένια ανείπωτα κρέμονται απ’ τα πρόσωπα μας.
Στάλες που βαραίνει η σιωπή τους και κυλάει αργά, σα θλίψη σε μια σκουριασμένη, κάποτε λαμπερή βουή.
Μου ‘μοιασε η φωνή του με τη δική σου, μα υπόθαλπτε ακόμη όνειρα φρέσκα.
Δεν ήθελα να του ξεράνω τη λέξη.
Δεν ήθελα να την σφίξω μέσα στη μέγγενη του ανέφικτου.
Αργά ή γρήγορα θα την εύρισκε, θα τη φυλάκιζε το πεπρωμένο στη ποινή του μαρασμού.
Ηχούν βρεγμένα τώρα στα αυτιά μου, μακρινά και λασπωμένα τα φωνήεντα.
Τα σύμφωνα αντέχουν περισσότερο. Πιο σκληρά βλέπεις, πιο άκαμπτα, γυμνά από συναίσθημα, με σκληρές τις πατούσες, περπατάν μέσα μου ακόμη.
Μια θάλασσα κόκκινη, θαρρείς και τρεφόταν από τις χαραγμένες της ψυχής μου δονήσεις.
Θαρρείς και ξεχείλιζε απ’ τις μαχαιρωμένες αιώνων προσμονές, που σαν κύματα πορφυρά πέσαν από τους καταρράκτες των ματιών σου.
Και τι δεν έλεγαν καθώς κατρακυλούσαν με ορμή τη ροή τους πάνω μου.. μέσα μου…
ΤΟΤΕ που όλα αντηχούσαν αλλιώς.
ΤΟΤΕ που η οφθαλμαπάτη των στιγμών έκαιγε μια θημωνιά από ξερές, εύφλεκτες επιθυμίες.
Έτσι είναι και τώρα.
Απ’ αυτή που σε διαπερνούν και σε παγώνουν οι σταγόνες της.
Ακίδες ύπουλες μα αιχμηρές, σε ναυαγούν, του τέλους οι υγρασίες.
Από παιδί με διάβρωναν κάθε που στάλαζε πάνω μου η φράση..
σε μια των ματιών ξεβρασμένη ακάνθινη συνουσία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου