Στις συναντήσεις με τον διάολο μέσα μου επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σου το πρωινό μου τσιγάρο.
Στα χείλη μου στάζει μελάνι από τους χυμούς σου, κόκκινοι ,στάζουν αίμα σαν το νεφέλωμα γύρω από το φεγγάρι, σημαίνει βροχή κι αέρηδες ψιθυρίζοντας μου λες ,μετράς το χρόνο σου μα δεν σου φτάνει ποτέ κι ας τρέχεις στο κατόπι του .
Χαμηλώνω το βλέμμα μου ,γεωτρήσεις απύθμενες πίδακες ανενεργών ηφαιστείων ,πλημμυρίζει η σκιά μου.
Ξενύχτησα διαβάζοντας για ένα φάντασμα [ένα είναι τάχα, ξεχείλισε το φως από τα ξωτικά ] ``Με πόνεσες μέχρι θανάτου και σ΄ ευχαριστώ. Για να πονέσω τόσο φρικτά, φαντάσου πόσα μου χάρισες." γράφει η Βαμβουνάκη.
Σταγόνες διαλύουν τη γραφή μου.
Λύσε με φωνάζουν ,απελευθέρωσε με.
Σ ακούω μέσα από το μελάνι σου.
Φθαρμένος ο γιακάς του πανωφοριού μου φέτος.
Κι η κόλλα η λευκή.
Που οι λέξεις επιπλέουν μεταξύ ιδρώτα και δακρύων, φτιάχνοντας ορμητικούς και ερμητικούς καταρράκτες παθών και πόθων.
Σκόρπιες αναλαμπές σκέψεων .
Τελικά καπνίζω υπεραστικές αποστάσεις και αποδράσεις μη με ρωτάς για πού κι από πού , αφήνοντας ένα βαθούλωμα στο κάθισμα της πλάνης σου.
Κι ο διάολος εξακολουθεί να θρονιάζεται στο μέσα μου.
Εξευγενισμένος , όπως η αλήθεια σου τρικλίζοντας στη ρωγμή που έφτιαξες.
Την διαφορά σου ψάχνω. Διαφέρει το σε συναντώ από το επιθυμώ.
``έρημα κορμιά ,, καφτάνια της ψυχής αρχαίες αμαρτίες``, ακούω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου