Η καρδιά ένα συρτάρι αδειανό.
Φωτογραφίες, γράμματα,
ενθύμια ερώτων και παθών,
σαν της Σαχάρας οι αμμόλοφοι
με το που φύσηξε ο άνεμος,
χαθήκαν
κι άφησαν πίσω το αδιάτρητο κενό.
Συρτάρι έρημο.
Έρημος η καρδιά.
Κι ήρεμη σαν την έρημο.
Δεινός εξολοθρευτής
τού πλούτου τής καρδιάς
-του ρήματος ‘αισθάνομαι’ σ' όλους τους χρόνους-
είναι ο μέγας πόνος·
κατά τρόπο, μάλιστα,
αριστουργηματικό:
Τις αρτηρίες σου παγώνει
-επιτελώντας, σάμπως, τοπική αναισθησία-,
τόσο
που το αίμα εντός τους
πάγος γίνεται
-άλικο κρύσταλλο ακατέργαστο και κοφτερό-
κι αμέσως σού τις φράζει.
Δίχως το αίμα σου να ρέει πια καυτό
Παγώνει το μυαλό
Κι η αντλία σου εις θάνατον καλπάζει.
Χαίρονται τα σπουργίτια, από τη μια,
για την αβάσταχτη ελαφρότητα των φύλλων.
Μα, από την άλλη,
σκιάζοντ’ απ’ τη γύμνια των δέντρων
μόλις ντυθούνε το Φθινόπωρο.
Η θέα του κενού, του άδειου, του γυμνού,
σε ξαλαφρώνει.
Συγχρόνως, όμως, σε φοβίζει.
Αέναα προκαλεί ένα δέος
ισχυρό κι αχειραγώγητο
η γύμνια, η κενότητα, η ερημιά.
Κι αυτό,
γιατί τη μοναξιά πάντα θυμίζει.
Καρδιά άψυχη, ψυχρή κι ασάλευτη
σαν νεκρικό κρεβάτι.
Αισθήματα αναίσθητα
σού μένουν αμανάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου