Σε θυμάμαι να μπαίνεις με οργή
παραμερίζοντας με το χέρι
τις οθόνες της χαλκογραφίας
και να κόβεις τα περάσματα αγέρωχα
τινάζοντας με τη λεπίδα μια παράξενη αστραπή
που χαμήλωνε τρίζοντας τα δίκαια
στα πλευρά των ανθρώπων.
Ύστερα πάλι να ανάβεις απότομα
και μες στις λάμψεις να σου ξεμακραίνει ο κόσμος
κοιτώντας τις σημαίες να ζυγιάζονται στο φως
κι αδειάζοντας αργά αργά μες απ' το βλέμμα σου
το βουητό και τις ανάσες των ταγμάτων.
Και σε θυμάμαι να ξεμένεις παγωμένος
κι ολομόναχος
πεσμένος στο άσπρο φύλλο
γεμίζοντας το στήθος σου
μ' ό,τι απόμενε κάθε φορά
από το λιγοστό κενό σου στον αέρα
κι από μέσα σου λέγοντας:
να μην είναι ούτε και τούτη η φορά η τελευταία
ώσπου ήταν. Και άφησες ξαγρυπνώντας τον Λέοντα
να χαράξει το γένος σου στα θηρία της μοίρας
τα χαμένα κοιτάσματα (το λαχνό της γενιάς μου)
να τυπώσει στην όψη σου το ασήμαντο νόμισμα
που γυρίζω στα δάχτυλα ένα ένα μετρώντας
τα λεπτά που μονάχα σ' απόμειναν
στο ρολόι να χάσεις του κέρδους,
εδώ πέρα που κάθομαι στα σκαλιά και μαζεύω
μες στο τάσι τα κέρματα
των νοημάτων που μ' ελεούσαν τόσα χρόνια οι άλλοι,
ίσως ο τελευταίος που σε προκαλώ
στη γλώσσα αυτή που τελειώνει
κι ελπίζω κάπου να συναντηθούμε
στα πεζοδρόμια της ιστορίας τελικά,
να καθίσεις στο πλάι μου και ν' απλώσεις το χέρι
να μαζεύουμε αμίλητοι τα τριζόνια του λόγου
-συλλαβές και οράματα-
μυστικέ Μαρκομπότζαρη,
στρατηγέ των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου