Ώστε ανεβήκαμε, θέλεις να πεις, στην πεντηκόντορο! Στο καράβι του Φιλοκτήτη με το έκπληκτο μάτι στο έμβολο σαν τα εξαγριωμένα βλέφαρα που ζωγραφίζουν στα αεριωθούμενα για να φοβούνται τις τουρμπίνες τα πουλιά όταν ξεχύνονται προς τα ύψη του θέρους έντρομα στα φυλλώματα των πρωινών ευκαλύπτων διαβάζοντας την αλφάβητο του φωτός
Αττικοί μελανίες κελάδοντες
στα πανιά βοιωτίες ομίχλης
ορύγματα σαρωνικά, πτωχολέοντες
θερμαϊκοί, στο λασίθι του καιρού
ανεμώνες της Κίχλης.
Ώστε ανεβήκαμε, οριστικά στην πεντηκόντορο! Στο κωπήλατο εύδρομο του φυλλόδεντρου Ορφέα που πέταξε το σκουφί της εφηβείας ανατολικά ν' ανθίσει η άμμος κατά ριπάς με αμπέλια ψευδάργυρα και κάθισαν να τα τρυγήσουν αγραυλούντες οι διώκτες του στοχαστικά στη ζωφόρο του απείρου ριζωμένοι.
Κυνός Κεφαλαί, Αιγός Ποταμοί
Αρκτούρος, Πελασγία, Αρετούσα
εδάφη χαμένα, υγροί αριθμοί
μια κρυφή ρυμοτομία που αγνοούσα.
Αυτή είναι, λοιπόν, η πεντηκόντορος; Το καράβι των έξι χρωμάτων που εξαντλήσαμε στου καθρέφτη τις αχανείς Μελανησίες
(πότε τα κίτρινα να κυανώ, πότε να ερυθρώ και να τυρβάζω, πότε στα πράσινα να σε πορτοκαλεί το ιώδες)
ποντισμένοι στη νάφθα του νερού στα περίστροφα ηλιοτρόπια μηδαμινών γραμμάτων;
Πικραλίδα απ' τον Πάνορμο
παραμεθόριο μακεδονήσι
αλλά αιθέριο σκότος χαμηλά
γλεύκος του μαραθώνα ποικιλόθερμο
της ήβης μυρωμένο κυπαρίσσι.
................
Από το ποίημα Είτε παίδες (1997)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου