πρέπει μερόνυχτα σαράντα
δίχως ανασασμό
την πέτρα να οργώνεις
και να σπέρνεις λέξεις
κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο
να δεις αν έδεσε καμιά
όποιες καρπίσουνε με φως
του φεγγαριού θα τις τρυγάς
χωρίς ανθρώπου μάτι να κοιτάζει
κι έπειτα θα τις πηγαίνεις
σε βάθη άδυτα υδάτων
ογδόντα μέρες για να μαλακώσουν
μετά θα τις μαζεύεις
όσες δεν έχαψαν τα ψάρια
και θα τις λιάζεις σε κορυφές
που ούτε πετούμενα άγρια
δεν δύνανται να φτάσουν
ώστε να στραγγίξουν
τα περιττά υγρά
κι αν στο τέλος δεν αρκούν
θα ξαναρχίζεις από την αρχή
πηδάει ένα βράδυ στο γραφείο μου
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και με φαρμακερή ματιά
γιατί μου λέει
γυρνάς εδώ κι εκεί και κοκορεύεσαι
πως είμαι τάχα ερωμένη σου
για να γίνω εγώ ερωμένη σου
πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς
δίχως φαΐ δίχως νερό
να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου
και κάθε αυγή να το κρεμάς στον ήλιο
να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου
ξίδι κι αλάτι να τους βάζεις
κι ωστόσο αυτό δεν φτάνει
πρέπει να ’χεις και δύναμη
να με κομματιάζεις
όταν ασχημίζω
και να με καις
αδιάκοπα χωνεύοντας
τις στάχτες που απόμειναν
εγκυμονώντας με ξανά
χωρίς κανένα βογκητό
χωρίς καμιάν ελπίδα
και τότε πάλι βλέπουμε
(Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου