απλώνει χυμώδης τα εσώρουχά της
μεσάνυχτα σκαρφαλώνω
τους τοίχους και τα κλέβω
κοιμάμαι μαζί τους τα διακορεύω
πασχίζω να ξεγελάσω το κενό
πληρώνοντας κίβδηλα νομίσματα
εθίστηκα κι ορεγόμουν
ολοένα φρεσκοπλυμένα
κι όταν την έβλεπα
να καθαρίζει την απλώστρα
αλλόφρων πρόσμενα τη νύχτα
κάποτε εκείνη παραφύλαξε
κι αντί για μανταλάκια
έβαλε δόκανα
πιαστήκανε τα δάχτυλά μου κι έμεινα
κρεμασμένος από τα σκοινιά
με μπάζει μέσα λαβωμένο
μ’ έδεσε στα κάγκελα του κρεβατιού της
και με χάραζε αργά
με μετάξι δαντέλες βελούδα σατέν
κύμα το αίμα ανέβαινε
ώσπου σε μια στιγμή
βγάζει απ’ το μπούστο αναπάντεχα
το ερεθισμένο της βυζί
και μ’ αποτελειώνει με το μυτερό
καρφί της ρώγας
(Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου