Είναι τα βλέμματά τους άδεια από νερά
όσο τις κλώθει η ροή ανάμεσα κι εντός
σπουδαία τις τοτινές σημασίες καίγοντας,
αγγίζοντας η μιά της άλλης την συνέχεια
με τη σκυτάλη ενός τηλέφωνου, ενός θάλαμου,
κάποιας ξεχασμένης χτένας. Ξαφνιασμένες
από την τόση οικειότητα, τα μάτια τους εξεταστικά
στα σώματα ψάχνουν τις ραφές ανάμεσα στα μέλη.
Ύφασμα από τόσα κουρέλια, «παντός καιρού».
Με την δακτυλήθρα φλόγα γύρω στα ημίφωτα
παλτό μανταρισμένο σε χρόνους ακριβούς,
πατρόν για τις χιλιάδες μέρες που θα’ρθούν.
Πέρνα αεράκι ανάμεσα στις παραμάνες, δρόσισε
τις σταγόνες που μόνες πίσω απ’ το παραπέτασμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου