Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
==============================================================
η μάνα του Αλέξανδρου
Στη Μακεδονία του παλιού καιρού
γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
μου 'στησε κουβέντα στις εξοχές
κι έκανε νυχτέρια με μάγισσες
Αχ Μακεδονία χιλιόμορφη
γιατί κλαις και λιώνεις σαν το κερί
έχω γιο μονάκριβο η καψερή
κι έχει φύγει για την ανατολή
Τον προσμένουν κίνδυνοι και χωσιές
λόγια ανθρώπων μαύρα και συμφορές
μοναχός τ' αντέχει και τα περνά
τελειωμό δεν έχουν τα βάσανα
Στη Μακεδονία του παλιού καιρού
γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
στο φεγγάρι ψάχνει για μάγισσες
στ' όνειρό της φέρνει τους Έλληνες
====================================================================
θέλουμε αβελφέ πολλά
Θέλουμ' αδερφέ πολλά
Για να γίνουμε πουλιά
Σίδερα και μηχανές
Γήπεδα και σκαλωσιές
Να μη σκέφτεσαι τον ήλιο
Του θανάτου το μαρτύριο
Να μην κλαις για το φεγγάρι
Δύο μέτρα παλικάρι
Ούτε σύννεφα ούτε λάμιες
Ούτε σπίτια ούτε νεράιδες
Θα πετάνε στους αιθέρες
Δεν φοβόμαστε λακέδες
Κυνηγοί θα κυνηγάνε
Τις φτερούγες μας να φάνε
Θα πετάμε στους αιθέρες
Δεν φοβόμαστε λακέδες
Αδερφέ στα λέω αυτά
Ξέροντας τ' αντίθετα
================================================================
ο Γιάγκος Νούλας
Το Γιάγκο Νούλα πιάσανε τρεις Φράγκοι σε καρτέρι
τρεις μέρες τον βασάνιζαν τέσσερις τον χαλούσαν
και το Κυριακοδεύτερο με Τρίτη τον ρωτούσαν
Προσκύνα Φράγκου την αντρειά να πάρεις γης και πλούτη
Ξένους εγώ δεν προσκυνώ και Φράγκους δε σεβούμαι
είμαι αντάρτης του Βαγή κι εγγόνι του Σκεντέρη
είμαι φονιάς του τύραννου σπαθί του σκλαβωμένου
τ' αδικημένου η φωνή του προδομένου δίκιο
Είμαι τραγούδι κλέφτικο σ' αρματωλού χειμώνα
ήλιος στο καταχείμωνο του εικοστού αιώνα
=====================================================================
Ο Μαυρογένης
Ο Μαυρογένης χρόνια δεκατέσσερα νεκρός
από στραβό μαχαίρι μαυρομάτικο
μετρά τις μέρες η ψυχή του πάνω στο πυργί
όσα κι αν είχε φύγαν για παντοτινά
Δέκα παλάτια να σου δώσουνε
δε σώζεσαι δε σώζεσαι
έσπειρες έδειρες τα βρόντηξες
δε ματαγίνεσαι
===================================================================
οι κατελάνοι
Στην εκκλησιά κι απ' έξω στης Ρεντίνας το κανάλι
με πιάσανε αμέτρητοι φαντάροι Κατελάνοι
δέντρο ψηλό διαλέξαν και μου κρέμασαν τη γλώσσα
στήσαν φωτιά κι ολόγυρα στη ζεστασιά ξαπλώσαν
Άγιε Μηνά το άγιο σου το λείψανο με σκέπη
σου τάζω εγώ σαράντα οκάδες βλάχικο κασέρι
για τους φτωχούς το γούμενο και την κερά Τασία
που κατοικούν την άγια τιμημένη σου εκκλησία
Πού ειν' ο Μηνάς και πού οι μαύροι φίλοι μου χαθήκαν
είδαν στρατό μαζέψαν τις γυναίκες και κρυφτήκαν
άιντε παιδιά κι αν λείψω τώρα φόβος μη σας πιάνει
κάντε καρδιά, δε θα 'ναι πάντα εδώ οι Κατελάνοι
================================================================
πάνω στη γη
Πάνω στη γη δεν έχει άνθρωπο δίχως πληγή.
Στον ουρανό βλέπω τον Γιάγκο ένα Φθινόπωρο.
-Πού πας εσύ αποθαμένος με βαθιά πληγή στη μέση σου;
Πες μου μικρέ πώς άφησες τη θέση σου;
Πώς άφησες τη θέση σου;
-Στην αμμουδιά φίλοι βουκόλοι μου ‘στησαν χωσιά.
Και στο γιαλό με μαχαιρώσαν, πώς να σου το πω;
Πάω ψηλά κει που δεν έχει χιόνια και βουνά.
Πάω ψηλά να ξαποστάσω πέντε τέρμινα.
Πάω ψηλά να ξαποστάσω.....
Πάνω στη γη δεν έχει άνθρωπο δίχως πληγή.
Στον ουρανό βλέπω τον Γιάγκο ένα Φθινόπωρο.
===============================================================
πετρέλαιο
Στην ανατολή μαύρος λάκκος βγάζει λάδι
κι απ' το μαύρο λάκκο κι απ' το μαύρο λάκκο
αηδόνια κελαηδούν
Άμα το πιστεύεις είσ' ευτυχισμένος
ματωμένα χέρια ματωμένα χέρια
θα σε χαιρετούν
Ονειρέψου ξύπνιος και τραγουδιστά
για να τον αντέξεις τον παλιοντουνιά
Ήμουν λαουτιέρης στην Καππαδοκία
στη Μακεδονία, στη Μακεδονία
σουρνατζής καλός
Πέρασαν οι μέρες που 'χαμε να φάμε
τώρα σφίγγουμε τη ζώνη, σφίγγουμε τη ζώνη
και πεινάμε
Ονειρέψου ξύπνιος και τραγουδιστά
για να τον αντέξεις τον παλιοντουνιά
Ήρθαν μισθοφόροι, πετρελαιοφόρα
αρπαχτήκαν πάλι, αρπαχτήκαν πάλι
πες μου πού το παν
Πρέπει ν' αντιδράσεις ρήμαξε η χώρα
κλέβουνε και φεύγουν, κλέβουνε και φεύγουν
ούτε μας ρωτάν.
Ονειρέψου ξύπνιος και τραγουδιστά
για να τον αντέξεις τον παλιοντουνιά
=======================================================================
του χάρου
Σε πολιτείες τρέχει μαύρος που θα τον δει
αρματωμένος ρήγας σε κόκκινο φαρί
κόφτει στα δυο τις ρούγες σαϊτα αστραφτερή
το μάτι του μετράει την παγωμένη γη
Ποιος ειν' αυτός που τρώει γυναίκες και παιδιά
μιας ώρας χορτασμός του δεκαοχτώ χωριά
Τον είδα στο Τραφίκι τον είδα στα Πλανά
και μες τη Σαλονίκη ξένους να προσκυνά
μην ειν' ο γιος του δράκου μην ειν' ο ζακβεής
μην ειν' ο γέρο Γιάννης ο Γιάννος ο νταής
Δεν ειν' ο γιος του δράκου δεν ειν' οχτρού παιδί
δεν ειν' ο γέρο Γιάννης μαύρος που θα τον δει
Κανείς μας δεν τον ξέρει σώσε μας Παναγιά
μια κι η ζωή που ζούμε φεύγει και δε γυρνά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου