τα πράγματα Ρίχνανε στα πόδια τους τις
νικημένες τους σημαίες τα όπλα τους τα
διάσημα της αρχοντιάς τους κι ακόμα τους
αδένες τους πού εκκρίνανε τις σημασίες
εκείνες τις ανείπωτες που ξεσήκωναν
τα αιδοία των Βακχών τόσο που πια δεν έπαιρνε
άλλο κ´ έκανε πανιά για την αλάλητη για τη
γυμνὴ βερικοκιά να την κοιτάζει έφηβος
Αντίνοος των βοστρύχων
Στράφι στράφι οι νίκες
Μα το ποτάμι τον ακολουθούσε
τον περίμενε όλο ρουφήχτρες
Κι αυτός ανύποπτος τι ανισόπεδος
τι με το πλάσμα της βαρύτητας σημαδεμένος
τι εραστής κατάνακρος μες στην αστροφεγγιά
στην αγγελοκρουσία
Τι με τον άμωμο αγέρα αχόρταγος
τι μόνος μόνος καταμόναχος
για πάντα
σ´αρχαίο τάφο βρίσκοντας τα οστά μου
δούνε πάνω τους να φωσφορίζει τ´ όνομά σου
άραγε θα ξαφνιαστούν;
θα καταλάβουν;
θα ´ναι ως τότε ακόμα ο έρωτας
πνοή πρωιού απάνω στο τριφύλλι;
θα βλασταίνει ακόμα τούτο στον πλανήτη
όταν οι σκαπάνες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου