«Είμαι άρρωστη από σένα, σε ποθώ», μου είπε
κι ευθύς σαν μια μπανάνα γδύθηκε απ' τη φλούδα της
ποδοπάτησε χάμω τα φορέματα της
κι άρχισε να χορεύει ολόγυμνη μ' άσεμνο πάθος
το φίδι να μιμείται πάνω στα χαλιά.
Σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να μολυνθώ, ύστερα μάλιστα από την επαφή του δέρματός μου με κάτι άγνωστα χέρια την προηγούμενη νυχτιά, όταν με ηρεμιστικά είχα πασχίσει να ενώσω κόμπο κόμπο την εξάωρη κλωστή του ύπνου μου κατακομματιασμένη από τους εφιάλτες. Μια κλωστή σύρμα που σφίγγει το λαιμό μου μέχρι αίματος, όταν η τρικυμία του κρεβατιού εξαπολύει έφοδο κι ο τρόμος απ' τ' άκουσμα της περιπόλου χώνει τους χαυλιόδοντές του στα λαγαρά του σώματός μου και τα τσακίζει, για να γεμίσει με γυαλιά το στρώμα μου. Μονολογούσα ψιθυριστά, με συστολή, που ίσως να πρόδιδε το χαμηλό ανδρισμό μου:
«Τίνος να ήταν τα παγωμένα χέρια
που αγγίξανε τα βλέφαρά μου
μόλις κλειδώναν σαν δυο κασετίνες
μ' όλες τις ακριβές μου ζωγραφιές;
Ποιος με συγκρύασε με τέτοιο ρίγος
σ' ώρες που η ανατροπή είχε συντελεστεί
κ' οι ελπίδες για επιβίωση γκρεμίζονταν απ' τις επάλξεις
για να βρωμίσουν άταφες
κ' η μνήμη αντλούσε φως πια μόνο
αΑπό τα όνειρα και τα βιβλία;
Μήπως ήταν τα χέρια της άνασσας Μητέρας μου
που ακούοντας το πλάνταγμά μου
στην πόλη που κυρίευσαν οι κλόουν
ήρθε ντυμένη πάχνες ριγηλές
να με μερώσει με χλοϊσμένα δάχτυλα
σφουγγίζοντας τα δάκρυα
που μου ‘βαλε στα μάτια η ίδια;
Ποια κοιμωμένη ξύπνησε απ' το δάσος
ποια κόρη επαναστάτησε μέσα στο κοιμητήρι
και τρεμοσάλεψε στο άγαλμά της
τινάζοντας το χιόνι από τους ώμους της
κι έσπευσε να μ' επισκεφθεί, να μου θυμίσει
πως κάποτε είχε σάρκα από ζεστό αφρό.
Τίνος ήταν τα παγωμένα χέρια
στο μαύρο μάρμαρο της νύχτας
που με ψηλάφισαν και μ' έσκαψαν
που μου ‘ταξαν τόπο δίχως σφυρίχτρες
δίχως ουρλιάσματα κι άγριες προσταγές
όπου κανένας άνετα αναπνέει
με σκαλοπάτια αμέτρητα από φως
που σ' ανεβάζουν δίχως να βαδίζεις.
Ξαναδώστε μου τον ύπνο μου
άγνωστα χέρια -
τον ύπνο το βαθύ εκείνων
που πέθαναν από καιρό
ή δε γεννήθηκαν ακόμα».
'Οσο παραμιλούσα εκείνη συνέχισε ν' αναδιπλώνεται με ακόλαστες χορευτικές φιγούρες. Τα μπράτσα της άπλωναν κυματιστά σαν δυο πλοκάμια σ' ενυδρείο. Πολιορκούσαν τον αέρα. Γονατιστή ζητούσε τις παλάμες μου να μου προσφέρει τους μαστούς της. Κάνοντας τόξο το κορμί, τα σκέλη, με προκαλούσαν μ' ένα σμαράγδι πράσινο που ‘σταζε δρόσο. Στην ίδια στάση είχα δει και την Αστάρτη. Το βακχικό χορό της κορύφωναν τα κρόταλα στις χούφτες της. Ερεθισμένη, αχαλίνωτη ζητούσε τον ώς τον θάνατο έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου