όταν τη διηγούμαι σε κάποιον...
ΣΤ΄
Το πρωί, λοιπόν, της αξιομνημόνευτης εκείνης μέρας - αλλά προς τι να γίνομαι τόσο σαφής, αφού αρχίζουμε πάντα εκεί που κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα να ‘μαι ένα πρόσωπο μυθιστορηματικό, κι ας γελάνε μαζί μου, κι έπειτα κάθονται κι απορούνε με πόση ευκολία μαθαίνεις ένα όργανο, δεν ξέρουν πόσα χρόνια άναβες με οικονομία το φως, κι αργότερα δεν θα ‘χει πια καμιά σημασία το θύμα - ο δολοφόνος σκοτώνει πάντα κάτι άλλο, - πόσα πράγματα μισοτελειωμένα : ένας δρόμος που τρόμαξες και γύρισες βιαστικά, μια παιδική προσευχή που την έκοψε το τραίνο στη μέση, κι όλο ν' ανοίγουν την πόρτα απρόοπτα - έτσι δεν μπόρεσα ν' αποτελειώσω καμιά ηλικία,
ύστερα μ' έσυραν στη μέση της κάμαρας και με όρκισαν να τους αγαπώ, πράγμα που έβλαψε την υπόθεσή μου - γιατί τώρα έπρεπε κάθε νύχτα να ξεπερνάω τα όρια, όπως ένας νεκρός τον εαυτό του ή σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του,
κι ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να τ' ακούσουν - ταπεινώσεις, με την ανεξιχνίαστη ηδονή, σαν να ‘δωσες επιτέλους μόνο σου την απάντηση -
τότε ήταν που μου ‘πεσε και το γράμμα, σκύψαμε κι οι δυο - αλλά η μητέρα στεκόταν ήσυχη στην πόρτα, παχύσαρκη σαν τη Βίβλο (και σκέφτομαι πως ήταν χωρίς λόγο που παντρεύτηκε, αφού με είχε από πάντα δικό της, σαν την ευγνωμοσύνη ενός κηπουρού, ή σαν τη φλόγα του κεριού που τρέμει, μην ξέροντας τι να διαλέξει),
- ας αφήσουμε, λοιπόν, το καθετί να παίζει το μοιραίο του ρόλο, βέβαιοι για το άγνωστο της έκβασης, σαν τον τυφλό στο σπίτι που γερνάει χωρίς να το βλέπει ή σαν τις μικρές βασιλείες στα καπηλειά που τελειώνουν στην πόρτα -
κι όταν μεσάνυχτα ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι το παλιό καπέλο, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα μες στην ανωνυμία, «κρύψε με, μου λέει, με κυνηγούν»,
αλλά ποιος να τα ‘χει μ’ ένα τόσο τιποτένιο πρόσωπο, ή ποιος να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση -
και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του ποιήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου