αν δε γραφτείς είσαι στ' αρπάγια μου·
αν βγεις στο φως να διαδηλώσεις; Στα δικά του.
Είτε σε γράψω, είτε δε σε γράψω
ν' αγαπηθείς δεν πρόκειται.
Γράψου λοιπόν· τουλάχιστον εγώ
θα σε κατευοδώσω ίσαμε την πόρτα.
Πάντως κι αν ακόμα δε σε κατορθώσω
Πέθανε δίχως τύψεις.
Σ' έναν κόσμο τόσο πανικόβλητο
πού δε διαβάζει ποιήματα,
τ' είχε; -τίποτα μα τίποτα- να δώσει
ακόμα ένα ποίημα πανικόβλητο; [. . .]
***
μάλλον δε με πάει· μ’ επιστρέφει.
Αγκυλωμένο τώρ’ ανηφορίζει
προς τις πηγές απ’ όπου κατηφόρισε έξαλλο.
Πάντως ανηφορίζει, πάντ’ ανηφορίζει.
Κάποτε κάπου ωστόσο ξάφνου απογειώνεται
και πια μαζί με τον αέρα κλαίει
στα κυπαρίσσια ανάμεσα
που σα μοιρολογίστρες
λυγίζουνε δεξιά ζερβά τις κορυφές τους
πάνω απ’ τους τάφους των νεκρών μου:
- Δεν τους έχεις εξηγήσει όπως έπρεπε.
Φόρεσες το δέρμα τους,
πήρες τα ονόματά τους.
αλλά τους πλαστογράφησες.
Δεν τους έχεις ζήσει,
μόνο τους υποδύθηκες.
Αίμα δεν τους μετάγγισες.
Να ενσαρκωθούν, και να ’ρθουνε στις δίκες τους
να φωνάξουν, να επιμείνουν
να βρουν παραδοχή. Δικαιοσύνη.
Δεν πάει, δε με πάει αυτό το ποίημα
μάλλον μ’ επιστρέφει.
Βαραίνει πάνω μου βαρύ κι ασήκωτο
μολύβι οκάδες με βουλιάζει μες στο χώμα
εκεί που τρέμουνε και τρίζουν
«θολές κι αξήγητες για πάντα
οι σκοτεινές μου ρίζες της κραυγής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου