(Εκδόσεις Κέδρος) (Απόσπασμα)
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
είμαι ή ποιός ήμουν;
δίχως σημασία.
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.
πρώτη φορά που ενέδωσα,
ύστερα απελπισμένος να
πάω να πνιγώ.
δεύτερη φορά μου αρκούσε
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.
κάθε φορά που με ταπεινώνουν,
μιαν ανείπωτη αγαλλίαση που τους ξεγέλασα
εγώ είμαι καλά προφυλαγμένος στο πατρικό σπίτι,
απ’ τον κομό,
ποτέ να μάθουμε γιατί κλαίμε.
δεσμευτούμε, λοιπόν, μ’ επιστολές
απόσταση μας χαρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο.
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου
ένας τον άλλον.
που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
φορά που αρχίζω να μιλώ,
πως τίποτα δε θα πω:
λόγια θα με προδώσουν,
άλλοι θα σταθούν αδιάφοροι έξω απ’ το σπίτι.
τέλος, δε θα ‘μια παρά κάποιος
από κάμαρα σε κάμαρα
τη λήθη.
αργότερα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο,
είχα που να πάω – εκεί, λοιπόν, που βάδιζα
κάποιον, “άκου να σου πω ένα παραμύθι” του λέω,
τελείωσα “ξέρω κι εγώ ένα” μου λέει.
κι εκείνος.
καμιά φορά, πολύ σπάνια,
από μακριά η μελαγχολία της πραγματικής ζωής.
φορά τη νύχτα ξυπνάς, άξαφνα και κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού,
όπως πάντα όταν ξυπνάμε,
επιθυμίες, ούτε συνέχεια,
ένας ξένος σ’ ένα ξένο σπίτι – ησυχία
εκείνο που αρνήθηκες, ίσως εκεί βρισκότανε το σύνορο,
βράδυ το διαβαίνουμε στον ύπνο…
κι όταν σε διώχνουν,
πραγματικότητα γίνεται απίστευτα μακρινή
θυμάσαι καν πως κατέβηκες τη σκάλα,
το δρόμο,
ως εδώ –
σε οδηγεί, καμιά φορά,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου