Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου
Την πεθαμένη ταξιδεύαμε τη μάνα μας
κόσμος πολύς μέσα στο διάδρομο και η αποθήκη του γεμάτη
και ανάμεσα τους, στα ψηλά, το φέρετρο της
Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά,
της φοβερής πατρίδας μου,
και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι
στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς
σε νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες καθισμένοι και ορτανσίες
ενώ φυσούσε θάνατος στη μάντρα, ο ήλιος, του σπιτιού
κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού
μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά, μυρμήγκια το τραβούσαν.
Ο Βιβάλντι κάποτε μικρά έφερνε, κοριτσάκια, στο σαλόνι
(σταθήκαμε για, μια στιγμή όλοι μαζί θυμούμενοι και πάλι)
με κρινολίνα στις μαργαρίτες χόρευαν,
και χωράφια της παιδικής ευφροσύνης
με σύννεφα και χιλιάδες αρκαδίες, ο Μπρέγκελ, και ζώα,
και ανάμεσα τους μιαν αγελάδα ειρηνική
να περνά το σούρουπο μόνη
με τους μαστούς της δυο λάμπες φωτοφόρες
των εκατό κηρίων η κάθε μία, και κότες και λίμνες,
και σκάφες πλυσίματος με χοντρές χωρικές έφερνε.
«Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό
με το λευκό χιτώνα της να βαπτισθεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο
- τα παιδάκια τραγουδούσαν με τα μαντολίνα -
αγόρια τρέχουν ανυποψίαστα
να πιάσουν στα νερά το σταυρό
χρυσίζει σαν ψάρι το κράμα στην κοίτη,
ήρθα να σε πάρω, της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλε όπως ο ουρανός
κι όπως αυτός δεν βλέπουν,
οι φωνές από τους αίνους λάμψη στο μεσημέρι
και ο προδότης έχει ανήσυχο το μάτι
τις κρύες φακές του στο χάνι, τρώγοντας, της οσίας,
οι φλαμουριές έξω τον συντροφεύουν
και τρέμουν οι λεύκες σαν το κορμί του».
Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!
Βατομουριές σκονισμένες
και σχοίνα που τα παντελόνια τραβολογούν!
Σνναλλαγές, -ψευτιές, ενώ ο «ΓΊάντσο» ιδού
στην ταινία τον υπαίθριου
να «χτυπήσει» το Νότο λέει το βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί τον τομάρια
από εκείνα που τα ‘χουν οι πόρνες σαν αδελφάκια τους
κι έχουν οι ίδιοι το πιστόλι για παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ακόμη και αυτόν τον πατέρα τους,
τραυματίζουν τη μάνα τους για επίδειξη
και κάνουν το γειτονοπούλα τους να τρέχει σαν το κοκόρι,
βρωμάνε τα χνότα τους πιοτό,
από αυγουστιάτικους κάμπους που καίνε το άχυρο
κι από μικρά φιλέρημα μέσα νεκροταφεία, περνούν.
Μια φωνή μου φώναζε χθες στον ύπνο
«έλα να δεις τα στέκια σου
που έτρεξες - μου έλεγε - παιδί»,
«εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου
γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο - της απαντούσα -
«έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια
και τις πηγές τις δροσερές, έλα», μου ξαναέλεγε η φωνή!
Έναν τόπο ζητούσα όπου ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί
με όλες τις ατέλειες που αφήνει το χέρι
και ο τεχνίτης του σίδερου
θα λιώνει το μέταλλο με πρωτόγονους τρόπους
- τον γύρεψα έναν αναπτήρα αυτοσχέδιο για ενθύμιο,
έψαζε - Πάρε - μου είπε - αυτόν
μπορεί και να τον έχει φτιάξει ο θείος σου
δούλευε κάποτε εδώ, πέθανε και δεν τον γνώρισες»,
τα απαιτούμενα του έβαλε, τον άναψε,
το πρόσωπο του μέσα στις τσακμακιές έπαιζε, φωτίστηκε,
όπως άστραφτε, μικροί, τον Οκτώβριο,
πριν αρχίσουμε, δωδεκαετείς, το σχολείο.
Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης.
και ω νεότητα από τότε, τέλος, τραυματισμένη
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου