που σου φοβίζαν τις νύχτες
δεν θα ξαναρθούν, οι νύχτες
μικρύναν κι αλαφρώσαν, κι εμείς,
δεν το αισθάνθηκες ακόμη; ―γινήκαμε
οι ήρωες ενός καλού μεγάλου Ονείρου.
... Απλώνει η επιθυμία και καταλυέται η υπομονή:
να σμίξουμε, ας είναι κι από μια κλωστή,
με ό,τι δικό μας τάχθηκε να μένει στα ξένα.
...Και λένε,
ή εμείς θαρρούμε πως λένε,
για τη χαρά που αγρίεψε τον ορίζοντα
κι όλη η μουντάδα του ξαμολιέται,
αναρριπίζοντας το πέλαγος, και τρέχει
προς τα εδώ, προς τα εμάς.
Με τέτοιους τρόπους έρχεται πάντα
το συντάραχο της χαράς.
...Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πώς
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι ύστερα το ’χασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.
...Εφθάσαμε έτσι λίγο λίγο στην γυμνότητα,
ένα ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,
τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά των γοητειών,
και μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι από πριν,
κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,
όμως, μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι
είδαμεν, ότι χους εσμέν. Άθλιας επίγνωση
σοφίας. Ένδεια σημερινή. Βραδύνοια της χθες.
Δουλειά μας τώρα να την αναγάγομε σε θρίαμβο.
Κλειστοί Καιροί· κλειστοί, περίκλειστοι,
μακράν της θέας τ’ ουρανού, παρατημένοι
σε ανέμους, θύελλες, χιόνια και θολούρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου