ως την Kωνσταντινούπολη φυσάει αλύπητα
ο αφορεσμένος ο Kαράγιαλης
(πούρχεται από τον Bοριά)
και στη Θεσσαλονίκη λυσσομανάει πεισματάρικα
ο τρομερός Bαρδάρης
εκεί κατά πολύ μεγάλο ποσοστό τα σπίτια τους
τα χτίζουν ξύλινα
έτσι που να μπορούνε τον χειμώνα κάπως να ζεσταίνωνται
και να μη ξεπαγιάζουν
αλλοίμον’ όμως το κατακαλόκαιρο οι μελιτζάνες σα φανούν
κι’ αρχίσουνε τα τηγανίσματα και οι φουβούδες;
μια μόνη σπίθα αρκεί για να φουντώση το μεγάλο το κακό
μερόνυχτα να μαίνωνται οι πυρκαϊές
και να σωριάζωνται καπνίζοντα χαλάσματα
απέραντοι μαύροι ερειπιώνες
να καταντούνε
οι μεγαλουπόλεις
λοιπόν οι κάτοικοι ―πληθυσμοί αμιγώς ελληνικοί―
για νάβρουν έτσι μια κάποια λύση
στην λες ουρανόπεμπτη ―συχνά επανερχόμενη― θεϊκιά κατάρα
ξαναθυμούνται τους παληούς μύθους της Φυλής
προ πάντων ―τους συμφέρει― τον μύθο τον παλιό τον Φοίνικα
που από τις στάχτες του ανασταίνεται ―ξαναγεννιέται―
ακέριος σαν και πριν
Συνέπεια: εις την Kωνσταντινούπολη γεννήθηκε
ο πατέρας μου
σε μιαν ωραία πλατεία της Σαλονίκης στήθηκε
του ήρωα Παύλου Mελά εύμορφο άγαλμα
και ξέρω κάποιον ―να τον ξέρω άραγες;―
όπου στης Πόλεως τα μέρη κάποτες γνώρισε
―ανάμεσα σε πολλά πράματα θάματα και περιπέτειες―
μια δάφνη (δέντρο)
ωραία και με τις δόξες της και με τις πίκρες της
στη μνήμη του να ξαναφέρη τη δαφνοπούλα πάλε
πηγαίνει ―σα βραδυάζη― να πιη ένα κατοσταράκι στο μπακάλικο
του Kαχριμάνη στου Ψυρρή
(εκεί που παλαιότερα εσύχναζ’ ο Παπαδιαμάντης)
κάποτε ―μα χαμηλόφωνα― τραγουδάει το μεράκι του
και διακριτικά στο όργανό του
τον συνοδεύει
ο Mικρασιάτης με το μπουζούκι
(πάλι του Παπαδιαμάντη)
***
Μπαλλάντα της Ψηλής Σκάλας
ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε
σε μια ψηλή σκάλα
- αυτόπτες μάρτυρες το λεν -
ίσως να ζωγραφίση μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώση
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς του ηρωικής
αλητόπαιδες
- αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γεράσαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι' επεθάναν
ευυπόληπτοι και
"φιλήσυχοι αστοί" -
αλητόπαιδες - ξαναλέω -
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε
την σκάλα την ψηλή
κι' ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν' ελεεινός σακάτης
θέλεις κι' ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθή
αλλ' - ω του θαύματος ! -
προσεγειώθη
απόλυτα σώος κι' αβλαβής
(πάντως κάτι σαν νάπαθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφρυά μέχρι το τέλος της ζωής)
μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ' την κορφή ώς τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη - είτανε λεν χλωμός -
σαν τη Σελήνη φωτεινό
- αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής -
και αν κατόπι επήγε να κρυφτή στη Mυτιλήνη
είχ' έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχη αιώνια
α θ ά ν α τ ο ς
- πιθανόν μαζύ με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντε Kήρυκο
και με τον Mπεναρόγια -
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Bολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
τον καιρό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου