Ὁ καθρέφτης
στὸν οὐρανὸ
φάνηκε
ἕνα φεγγάρι μισοφαγωμένο
ἀπὸ τὰ κόκκινα μυρμήγκια
τῆς φωτιᾶς
κι ἕνα κεφάλι πλάι του
νὰ καίει κι αὐτὸ μέσα σε πύρινη
βροχὴ
νὰ φέγγει
καθὼς τὸ ἔπαιρνε τὸ ἔκανε κάρβουνο
ἡ φωτιὰ
-Τὰ δέντρα καῖνε φεύγουνε σὰν τὰ μαλλιὰ
ὁ ἄγγελος χάνεται μὲ καψαλισμένα
τὰ φτερὰ
κι ὁ πόνος
σκύλος μὲ σπασμένο πόδι
μένει
μένει
Ὁ ποιητής
γύρω θά ῾χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς
μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει
κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα
σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου.
Τὸ χρυσάφι
θὰ σταματήσουμε
σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα
μέσ᾿ στὸ χρυσάφι
δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα
ἄλογα
δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε
δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα
γιὰ νὰ μοιράσουμε
ἕνα ξύλο
θὰ περάσουμε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα
τοῦ ἥλιου
ποῦ θὰ καίει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου