ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Τώρα πια που οι θεοί των μύθων
και της ιστορίας,
πισωστρατούν στα στενά
καλντερίμια των δοξασιών
και δικάζονται στα πλακόστρωτα
της πίστης και της αλήθειας,
τώρα πια που τα ιερά και
διαχρονικά σύμβολα
ξεθωριάζουν απ' τη μαγεία του
ιδεώδους και του οδηγισμού
και τα στρατευμένα στη δόξα
είδωλα αλλοτινών εποχών
σκιάζονται στην ανυπόληπτη
απορία και λήθη,
στην πλατεία,σιωπηροί
παρεπιδημούντες στοχαστές,
επίτιμοι ευκαιρίας αρχηγοί με
καυχησιάρικη μνήμη,
επίδοξοι αναλυτές με πρωτότυπη
αναφορά και κρίση,
νεότευκτοι ανατροπείς, ασπούδαστοι
εμπειριών και γνώσης,
πολυλογούν χαλκεύοντας εικόνες
και προσωπεία,
ψηλώνουν ανάστημα σε βεβαιότητες
και αμφισβητήσεις,
κανοναρχούν ως εύσημα τη
σύγκρουση και τη διαφωνία,
παρασπονδούν αυτόχρημα στην
επίκληση του ήθους
κι αλληλοσυντάσσονται ομότεχνοι
σε παραστάσεις.
Στην πλατεία,ανιστορείται το
φευγιό και η βιασύνη.
Ομολογείται αδάμαστη του χρόνου
η μοναξιά,
αναμετριέται η επίγνωση με τ'
άσπιλο της πεθυμιάς
και γίνεται σοφία ο στοχασμός
και μακαρισμός ο λόγος.
Στην πλατεία,αντρειεύεται της
ψυχής η παλληκαροσύνη.
Αναρριχάται ασπόνδυλη σε ιστούς
και αψηλώσεις,
επαίρεται και ασχημονεί,επινοεί
και δαψιλεύει
ηγήτορες και εποχές, δόγματα και
θεοποιήσεις.
Στην πλατεία αποτιμιέται με τα
πάθη της η ζωή.
Η μαθητεία του λογισμού και η
παίδευση του φόβου,
ορίζουν το κοινώνημα τ' ανθρώπου
με το μέλλον.
Εκεί, στην πλατεία των μύχιων
αναδρομών και επιδρομών,
εκεί, στις ασκητικές πολιορκίες
και τις ανοιχτές σκιαμαχίες.
**
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΚΙ ΑΛΛΟΙ
Να σε σημαδεύει τ’ απλωμένο
χέρι του ζητιάνου
και συ να πορεύεσαι άτρωτος
το δρόμο της ευθύνης,
απρόσβλητος κάτω από την πανοπλία
της ψευδαίσθησης
κι ευτυχής στης ψυχής σου τη
μακάρια δεσποτεία,
πως έδειχνε και στιγμάτιζε
της πολιτείας το χρέος,
μη θαρρείς πως πρωτοτύπησες
που ξέφυγε της προσοχής σου
ούτε πως εξιλεώθηκες που υπέκυψες
στην οργή σου.
Ανύποπτοι, πριν από σένα διαβήκαν
κι άλλοι.
Να σε γυμνώνει το γυμνασμένο
βλέμμα του τσιγγάνου
και συ να υποπτεύεσαι ως αγυρτεία
τις δοκιμές του,
οχυρωμένος στην ασφαλή μικρότητα
του νου
κι αλώβητος στην άστεγη αλητεία
της αλαζονείας,
πως ενίσχυε η εποπτεία του του
κόσμου τη δυσπιστία,
μη νομίζεις πως απέφυγες στο
δρόμο να δυστυχήσεις
ούτε και πως λυτρώθηκες με
ειλικρινείς δεήσεις.
Αμύητοι, πριν από σένα προσευχηθήκαν
κι άλλοι.
Να σε καρφώνει η ασπούδαστη
γλώσσα του μετανάστη
και συ ν’ αντρειεύεσαι σε μια
περιτειχισμένη πατρίδα
ανέγγιχτος απ’ την καθημερινή
εγχώρια εξορία
και συνεπής στην απόκρυφη
εθνική μονομανία,
πως διέρρηξε το φόβο σου και
την ιστορία,
μην αισθάνεσαι πως κέρδισες
του πολίτη τη γοητεία
ούτε και πως κατέθεσες στην
υστεροφημία μνεία.
Ασπόνδυλοι, πριν από σένα το
καυχηθήκαν κι άλλοι.
Να σε διαβαίνει και να σε
καθαιρεί η δόκιμη νιότη
και συ να στρατεύεσαι πιστός,
μ’ αναφορές τυπολατρίας,
αυτόκλητος στην άρνηση, της
τάξης συνταγμένος
και ευτυχής που πρόλαβες ασύμμετρες
προκλήσεις,
πως ήταν επικίνδυνες κοινωνικές
αναρριχήσεις,
μη νιώθεις πως δοκίμασες τις
αντοχές της πίστης
ούτε και πως λειτούργησες στη
συνοχή της φύσης.
Αυτόμολοι, πριν από σένα το
αρνηθήκαν κι άλλοι.
Να σε μαυλίζουν οι μύστες του
ήχου και της εικόνας
κι εσύ να απογοητεύεσαι στην
αίσθηση της ανάγκης,
ανήσυχος που γλίστρησε η απορία
στη σιωπή
και δυστυχής στην τυραννία της
κοινής αποδοχής,
πως σε ρημάζουν και σου αδειάζουν
την ψυχή,
να νιώθεις πως δε χάθηκε το πείσμα
του ονείρου
ούτε και πως χρεώθηκες μόνος
τη μοναξιά.
Πριν από σένα, μαζί με σένα,
ονειρευτήκαν κι άλλοι..
Από τη συλλογή ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ -Ω
**
TO ΓΡΑΜΜΑ
Σου στέλνω το πρώτο και
τελευταίο μου γράμμα,
όχι για χαιρετισμό ούτε για
στερνό αποχαιρετισμό,
παρά για την αλήθευση εκείνου
του μηνύματος
που μας έστελνε η ζωή με της
καρδιάς το σκίρτημα,
το παραξένεμα του νου και το
αλάργεμα του χρόνου,
πως είναι η συνύπαρξη προσποίηση
και πλάνη.
Νιώθαμε πως τ’ αποτόλμημα στο
αγκυροβόλιο των τύπων,
θα μας στερούσε τη λευτεριά, της
αποζήτησης τη μαγεία,
την ομορφιά της έκπληξης, του
πάθους την αδημονία
και αρνηθήκαμε τη συνύπαρξη με
σχεδιασμούς και όρκους,
το δελεασμό της σιγουριάς και
των συνηθειών τη λάτρα,
να ’ναι ο έρωτας κρυφό κυνηγητό
κι ευόδωση ονείρων.
Και κρυπτογραφήσαμε
φτερουγίσματα ψυχής και ανατάσεις,
φυγαδέψαμε εμπειρίες στο άσυλο
των αναμνήσεων,
αισθανθήκαμε τα κενά στην οδύνη
της νοσταλγίας
κι αφεθήκαμε αναπόδραστοι στην
έκσταση και τον οίστρο
των ανυπόκριτων λογισμών και
μύχιων αισθημάτων,
να είναι η αγάπη ταύτιση και
σμίλεμα η σχέση.
Σου στέλνω τούτο το άτιτλο και
ανεπίστρεπτο γράμμα,
όχι για όσιες πεθυμιές ούτε και
γλυκασμούς της μνήμης,
παρά για το βαθύ το σάλαγο που η
σκέψη μας αφήνει,
τη θελκτική αναστάτωση που
λυτρωτικά μας συνεπαίρνει
στην πληρότητα που η αρμονία
ύπαρξης και απουσίας φέρνει,
κι αμφίδρομα της ζωής το νόημα
συνειδητά το ζούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου