[Όταν θα ‘ρθεις]
Όταν θα ‘ρθεις
μην προσπαθήσεις να με δεις στο ημίφως
και μην ανάψεις φως, γιατί θα έχω πεθάνει.
Τα χόρτα θά έχουν καταπιεί την όψη μου
και θά ‘ναι πράσινα και σκοτεινά, σαν τα μαλλιά μου.
Και προπαντός
μη δοκιμάσεις να με αναστήσεις με τα βότανα της ποίησης,
εκεί που οι νεκροί στριφογυρίζουν σαν σε ερειπωμένα δώματα
απρόσωποι, σε μια εις Άδου κάθοδο με λέξεις.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ
ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΑΡΧΗ
Ι
Όμως φωτιά ποτέ δεν σβήνει η φωτιά,
μα όπως στο κύμα πλέει ξυλάρμενο καράβι,
μες στων στηθών τον μέγα πόθο φως ανάβει
δίχως να πνέει πια γλυκόπνοη νοτιά.
Ή όπως την ώρα που μαυρίζει ο ουρανός
κι έν’ άστρο φέγγει επά στης γης τη σκοτοδίνη,
ξάφνου προβάλλει αναμμένη η σελήνη
κι αναγαλλιάζει η βραδιά από τόσο φως.
Έτσι, συχνά, τη συμφορά ακλουθούν δεινά
κι από κακό σ’ άλλο κακό γοργά πηγαίνει
για κάποιους — μα άλλους συνοδεύει ή χαρά
κι από καλό σ’ άλλο καλό τούς ξαναφέρνει,
Α, όσα φαίνονται στον κόσμο αρεστά
για μένα θλίψη και παράπονο τα παίρνει !
ΙΙ
Κι όπως φωτιά ποτέ δεν έσβησε φωτιά,
ή σαν σαγίτα που στοχάζεται το κέντρο,
είδα στον ύπνο μου να θάλλει μέγα δέντρο
και να σηκώνει στους ανέμους τα κλαδιά.
Δέντρο μεγάλο, σαν το ξύλο της ζωής,
κι ήταν σαν να έτρεχε στη φλέβα του ποτάμι,
κορμός στητός, από φιλύρα ή σφεντάμι,
κι άνθος δροσάτο στη γαλήνη της αυγής.
Κι έτσι όπως έγερνε στον άνεμο ο κορμός
και με δροσίζανε στο μέτωπο τα φύλλα,
γύρω μου ο τόπος πλημμυρίστηκε από μήλα·
και μόλις άνοιξε η ρίζα του κρουνός,
κι από το νάμα της ελύγισαν τα ξύλα,
βλέπω το μέγα δέντρο, που έγινε Σταυρός !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου