ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ
ΚΟΥΤΙ
Έκλεισε τα
ποιήματα του ο ποιητής
με ευλάβεια σ’
ένα μικρό ξύλινο κουτάκι
σε αυτό που
έβαζε η μητέρα του παλιά
τις
κουβαρίστρες και τα βελόνια της...
Ήθελε να τα
αφήσει εκεί μερικές μέρες
να ωριμάσουν
αλλά να ωριμάσει και αυτός
για να τα δει
ακόμη μια φορά
πριν τα πάει
στο τυπογραφείο...
Δεν ήθελε
βιαστικά πράγματα
πίστευε βαθιά
μέσα του πως όλα τα πράγματα
θέλουν τον
χρόνο τους πριν βγουν στον αέρα
να ανασάνουν
και να αφήσουν το άρωμα τους.
Η ποίηση είναι
σαν το παλιό κρασί
συνήθιζε να
λέει μονολογώντας
πρέπει να το
κλείσεις σε δρύινο βαρέλι
και να το
πιεις όταν ωριμάσει και ξεθυμάνει.
Πρέπει λοιπόν
να τα αφήσεις
να πάρουν τις
ανάσες τους
και μετά να
την δώσεις τροφή στα λαίμαργα
βλέμματα των
εραστών της ποίησης...
**
ΑΟΡΑΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
Αόρατο βλέμμα
αγγίζει το είναι μου
δεν σε βλέπω
όμως σε νιώθω
σαν σα είναι
μπρος μου, δίπλα μου,
νιώθω έναν
υφέρποντα ερωτισμό,
κάτι
καινούργιο γεννιέται μέσα μου...
Και τώρα που
είσαι δίπλα μου
οι αισθήσεις
μου λαίμαργα σ’αγκαλιάζουν,
θέλουν να
μετουσιώσουν με απόλυτο πάθος
κάθε ερέθισμα
τους, σε πηγαία σε ηδονή...
Αποζητούν
εναγωνίως να εξαγνιστούν
με το λευκό
της ψυχής σου...
Είναι και αυτό
το ηχόχρωμα της φωνής σου
που μοιάζει με
παλέτα του ουράνιου τόξου,
και εσύ με τα
λατρεμένα μάτια σου
ζωγραφίζεις
μέσα μου με έρωτα την μορφή σου...
**
ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ
Πάντα ήσουν ξεχωριστή,
ιδιαίτερη,
διαφορετική,
αποστασιοποιημένη,
απόμακρη μα
γοητευτική...
Ακόμη και το
ντύσιμο σου
πρωτοποριακό
και αυτό,
τραβούσε τα
βλέμματα
προκαλούσε
θαυμασμό...
Είχες αρνηθεί
το μέτριο
όλα όσα σε
χαλούν,
την ψυχή σου
μαυρίζουν
και σε
αποδομούν...
Άφησες πίσω
όλα σου τα
πρέπει,
έκανες πάντοτε
αυτό
που τη καρδιά
σου θρέφει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου