( «Προς Εβραίους», 11,1.)
ας κατέβουμε χαμηλά.
Αυτός δεν είναι ήλιος. Είναι το είδωλό του,
που φέγγει ακόμα, ενώ εκείνος πια έχει δύσει.
Θ' αφήσω πάλι την ελπίδα να περάσει μέσα από «κε-
φαλή βελόνης».
Η φύση με βρεγμένα φτερά δε μπορεί να πετάξει,
κουβαλώντας σε μόρια ύλης κάτι από την ψυχή των
προγόνων.
Ας κατέβουμε χαμηλά.
Τα μάτια μας διεσταλμένα για να κοιτάζουν,
τα χείλια μας ανυπόμονα να γευτούν.
Γένος αμαρτωλό,
ξεχνάμε ακόμα ως και το θαύμα.
Τα χέρια μας αεικίνητα, έτοιμα ν' αρπάξουν.
Ποιος βρίσκεται πιο πάνω και πιο κάτω
ανάμεσα σε καύκαλα γυμνά,
που σε κοιτάζουν κιόλας με τις άδειες τρύπες των
ματιών τους;
Η πεντάμορφη με το ρόδο κι η γκαβή κολοκύθα.
Το κρανίο του Γιόρικ και του Μεγαλέξαντρου.
«Εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις,
πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων.»
Πόσο να βυθιστώ πιο βαθιά;
Απ' αλλού δεν μπορώ να φύγω.
Ας κατέβουμε χαμηλά,
ας κατέβουμε ακόμα πιο χαμηλά.
Αυτό το φως δεν παύει να φέγγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου