στέκουν σαν λαμπάδες μισοτελειωμένες στα ακρόσπιτα.
Σταυροκοπιούνται και λιβανίζουν το κορμί.
Κι όταν περνά το φέρετρο
κι ο πάτος του ξύνει τις πλάκες με κούραση
μουρμουρίζουν
καμιά ματιά με χρώμα
στα μέσα σου
καταραμένη γη
κλάματα
κλάματα
κλάματα
κι οι γαστρικές σανίδες τους αιμορραγούν.
σε παραλλήλους
τεντώνουν τις ζάρες τους.
κι αν φαλτσάρουν
η λύπη τους
μπορεί κι η ατεχνία.
πατέρα
κάτι μεσημέρια
με κρασί και ψιλό.
την προσμονή στον νέο σου
για κάτι τις μεγάλο.
σε κέρασα
σε ψήλωσα δυο πόντους.
και βάρυναν οι νύχτες.
με γράμματα τελειώνω.
και ψιθυρίζεις μέσα μου.
στη χλόη των βλεφάρων εξατμίστηκε
κι εσύ να επιμένεις
να μπερδεύεις
τα σπίτια με ανθρώπους,
τούς ανθρώπους με ψυχές.
Διάσελο
λιώνουν σαν ψυχοκέρια.
μάτια θαμπά
στηρίζουν ακροπόλεις.
καφενές
κι από παντού η θάλασσα.
Κάθε μέρα.
Κάθε ώρα.
Στο μέτρημα λιγότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου