ΟΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ
στην κατασκήνωση
ένα καλοκαίρι,
ντυμένες μ’ άσπρα ρούχα
να ξεσηκώσουν
όσους πρόωρα γερνούν.
Θα τους κρατούν
παρέα τα μεσάνυχτα
κι εκείνοι έκπληκτοι
θα τις κοιτούν
να λεν χορεύοντας
τα ακονισμένα τους τραγούδια.
ΜΥΘΙΚΗ ΜΕΡΑ
με την παλιά φωνή,
το γέλιο σου το φωταγωγημένο
μήπως ξεχάσω τη χρονιά του ’90
που έμπασε τη θάλασσα στο σπίτι-
αν έγραφα το ποίημα
απόψε-
κάτι από την αύρα
των ψυγείων
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
θα βρω
τα χέρια και τα πόδια μου,
το δρόμο της επιστροφής,
τη μάνα σε απόγνωση
να κρατάει την τύχη μου
σε μια ξύλινη κορνίζα
στο τζάκι
να σβήνουν
τους θορύβους της μέρας
και τις μεταμορφώσεις
για τις οποίες είναι
φτιαγμένο-
αύριο,
του χρόνου –
τις δυνάμεις μου.
μην ξεχάσεις μόνο,
είπε φεύγοντας.
Ας μη μπλέκονται
οι πεθαμένοι με τους ίσκιους
ή με τους ζωντανούς.
Μπες στην πόλη,
στο ποτάμι της κίνησης,
όποιος δεν κυλάει γρήγορα
στεγνώνει στις όχθες του.
Επιστρέφω τώρα
στα γυαλιστερά νερά.
Τα οστά
διπλωμένα στη μέση
θα ταχυδρομηθούν
αύριο στο χώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου