Γεννήθηκα
χθες,
σε σύννεφο
παραμυθιού θλιμμένου
προτού καν ροδίσει
ο ορίζοντας
δειλά χαμόγελα
στο γλυκοχάραμα της μέρας.
Σ’
ερωτική σπονδή της καταιγίδας που μαινόταν
-ώ σμίξιμο θεϊκό!-
σε σμάρι πάνω αθέατο αφηνιασμένων γλάρων.
Μοίρες βουβές
με ξέπλεκα μαλλιά ανεμισμένα
πασχίζαν
να στεριώσουνε το υφάδι της ζωής μου.
Του
κόλπου Γοργόνα, προστάτιδα θηλυγονίας
–το’ δες;-
στα μυστικά της φύσης μου με έκανε σεργιάνι
στα
θολερά γυναίκεια της νερά
-τη λέγαν Κλεοπάτρα-.
Μου
’πλεξε φύκια , μετάξινα κοχύλια στα μαλλιά
και ένα στεφάνι λιόκλαδα ενετικά, του Αιόλου
επινίκιος χορός το πρώτο μου κλάμα.
Γεννήθηκα σήμερα,
στα
πέτρινα χρόνια αιφνίδια άλαλη
πτώση.
Θλιβερή
ικέτισσα της μούσας – το βλέπεις!-
απέλπιδα
γυρεύω καταφυγή στο Στίχο .
Αμετανόητη αλκυόνα
του Φλεβάρη τον ήλιο λαχταρώ
το
φως που καταυγάζει
απ’
το Βαθύ ως τη Βρυσούλα και των πεύκων το
ξάγναντο,
κι
αγνάντια στο λιμάνι ως των καταρτιών το
δάσος πέρα
-όμοια
μ’ αρχαία δόρατα, πού κρύβεται η αιχμή;.
Φτερώνει
το βλέμμα και θωρεί στου κόλπου τους καθρέφτες
λάγνα
φιλιά του πέλαου στον τρυφερό λαιμό
εκεί,
πάνω στο πέρασμα του Οκταβιανού θριάμβου
που
ζευγαρώνει ατέλειωτα η γλύκα κι η
αλμύρα.
Της
ουτοπίας φύλακας εγώ, θηρεύω στίχους για έρμα
αφού σκορπίσανε
τα όνειρα κι
απόκαμαν οι μύθοι.
Αύριο
θα ξαναγεννηθώ,
σιμά
σε κείνο το δεντρί που θάλασσα
στάζει δάκρυ
-ευκάλυπτος,
μα κι αν λεύκα πουν, ο πόνος δεν αλλάζει
-
μ’
αμίλητο παράπονο «Βαθύ»* σπαράζει.
Την
πληγωμένη του ψυχή που αιμορραγεί
στου μηδενός και του απείρου την αγκάλη
θα
τη γιατρέψω –θα το δεις!-, με ελιξίριο
αμαρυλλίδες κι ίριδες,
στίχους αλχημιστικούς.
Να
γητευθούν, να ρέψουνε της θλίψης
τα ασφοδέλια
για
να αναστήσει ο αρνητής ωδές ματιές στη ζήση
και να μπαρκάρει γρήγορα στου νόστου το καράβι.
Εξιλασμός
το μπάρκο του, στα άρμενα Αγάπης αύρες
Ελπίδα
η σημαία του κι η Πίστη τιμονιέρης
μελισσοκέρι
άσβεστο στου αγίου το
ξωκλήσι.
«
Σταυραδερφέ και γείτονα, του Στίχου
ιεροφάντη
ξεγέλα
τον Αχέροντα, απόταξε τον Άδη.
Θετό
παιδί της Πρέβεζας η πόλη σε προσμένει
-
κι εγώ αντάμα- , σε μια άχρονη μανόλιας αγκαλιά.
Το
πλήρωμα του χρόνου ήρθε!»
(*«Βαθύ» είναι η ονομασία του όρμου και της περιοχής γενικότερα, όπου αυτοκτόνησε ο ποιητής Κ. Γ.
Καρυωτάκης στην Πρέβεζα, γειτονική με τη «Βρυσούλα», όπου βρισκόταν το
καφενεδάκι που έγραψε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου