Οι στίχοι μου
Είναι φορές που οι στίχοι μου,
την καρδιά μου κάνουν ν'αστροφωτοβολάει
και ένα φως αλλοιώτικο,
στα στήθια μου φεγγίζει!
Κάθε φορά που οι στίχοι μου
γιά ΄Ονειρα, Πάθη και Καημούς,
γι' Αγάπες, Λύπες, Φόβους
και γιά Στεναγμούς μιλούν,
θαρώ, ότι σπέρνουν μες τις Ανθρώπινες
ψυχές,
σπόρους γιά Απέραντες Φυτείες...
Μες της ζωής τα ξέφωτα τα λιγοστά,
αφουγκράζομαι ήχους μυστικούς της Σιωπής
και ταξιδεύω σε κόσμους αστρικούς,
χαρίζοντας Παράδεισους Απλούς και
Προσιτούς,
σ' αυτούς, που κάθε μμέρα στη ζωή τους
ναυαγούν,
αλλά και σ' όσους περπατούν σαν το Χριστό
Άνετοι...επάνω στης ζωής το κύμα.
Κι έτσι,
μέσα από τους στίχους μου φρονώ,
πως οι ψυχές ανάλαφρες πλέον σμίγουνε
κάτω από Ουρανούς Ανέφελους,
μακριά από τους αγχοτικούς,
της Γκρίζας βιοπάλης!!
Το ταξίδι του Πόθου
Λάκισε σαν δραπέτης η μέρα,
που πολλή απλή γαλήνη είχε
και ήρθαν ώρες πολλές εσπερινές,
που ολόγυρα απλώσανε περίσσια απαλωσύνη,
γιομίζοντας με αθυμοσύνη την ψυχή,
αποπλένοντάς τηνε από μέρμνες της βιοτής
και από στενόμακρες λουρίδες ηλιαχτίδων!
Και έγινε κομμάτια χίλια δυό
της μέρας η μιζέρια,
καθώς την σφίξαν δυνατά,
του Σύμπαντος τα μπρατσομένα χέρια!
Οι Πόθοι, ακοίμητοι κι αυτοί,
γιομήσανε του Ουρανού τα πλάτια
και τες Ανθρώπινες ψυχές πλημμύρησαν,
με Ελπίδες...και Αγάπη!
Φεύγω...
Θεώρησα ήδη του φευγιού μου το Διαβατήριο...
Σήμερα, Αύριο, ίσως και Μεθαύριο θα φύγω.
Στις αποσκευές μου, ένα δάκρυ κι ο ίσκιος
μου
και όσες από τις προσευχές μου,
δεν προλάβανε...να γίνουνε ΄Υμνοι.
Όλα πιά είναι έτοιμα,πλήν της ψυχής μου,
που πάντα ανέτοιμη κι ανήμπορη υπαναχωρεί
και αργοπορεί, γιατί ακόμα νοσεί,
από τα μύρια " έτσι είναι" και
" πρέπει"
που της φράζουν τον δρόμο
και την οδηγούν...στο αδιέξοδο!
Τώρα πιά, δεν υπάρχουνε λύπες,
οι χαρές και αυτές εξατμιστήκαν,
το Σύμπαν μας πνίγει
και δεν υπάρχει λύση καμμιά,
παρά μονάχα ο Θεός, και τ' αηδονιού το
τραγούδι!
Φορτωμένος την πιό λαμπρή φορεσιά μου,
περιμένω το ρολόγι να δείξει την ώρα Μηδέν,
γιά να γίνω φως σ' ένα αλώνι πλατύ,
διχως πιά να με τρομάζει, της Νυχτιάς το
Σκοτάδι!
Κάθε βράδυ…
Κάθε βράδυ, που της ημέρας οι ταλαιπώριες
κουρνιάζουν στου κορμιού μου το ξωκλήσι,
μιά αμέτρητη σε ύψος και πλάτια ευτυχία
απλώνεται στης ψυχής μου τα σαλόνια...
Ένας απροσδιόριστος ΄Ερωτας
την καρδιά μου κυβερνά
και από τα χείλη μου κατά κύματα στάζουν
λόγια ηδονικά στης Φαντασίας τα Πελάγη!
Οι Ελπίδες κι οι Πόθοι μου,
αναυάγιστοι ταξιδευτάδες του ούριου άνεμου,
φτάνουν ως την γαλάζια λίμνη του Ουρανού,
γιά να ασπαστούν της Σελήνης το χέρι
και να λουστούν στις φωτεινές αχτίδες των άστρων!
Στην ατέρμονη πάλη με τον χρόνο,
αποφεύγω όσο μπορώ τα πλοκάμια της Μοίρας,
χωρίς ωστόσο να σκοτώνω την τύχη
και να αφαιρώ από το πεπρωμένο,
το στεφάνι...της Νίκης.
Της Νύχτας ο
θρίαμβος
Αφουγκράζομαι γιά
ώρα πολλή,
της ασίγαστης
καρδερίνας το λάλημα
και θαρώ πως
μοιάζει με τριαντάφυλλο,
που το άρωμά του,
ταξιδεύει ως τ' άστρα
και απλώνεται σαν
βάλσαμο και γιατρικό,
στου ταλαίπωρου
Αυγερινού τα πληγωμένα στήθια!
Κι ενώ η Νύχτα
ζεσταίνεται
από δυό φιλιά της
Σελήνης,
ένα αγέρι απαλό
χαμογελάει με νόημα
και η θάλασσα
απλώνεται μπρος μου,
πάντα προκλητική
και πάντοτε ήρεμη,
με τον πόθο μου
στη ράχη της ταξιδευτή,
που ψάχνει να βρει
απάνεμο λιμάνι...
Τούτο το βράδυ,,
που όλα τριγύρω τα
κυβερνά η χαρά,
πασχίζω μέσα από
καινούριους χάρτες των καιρών,
ν' αλλάξω δρόμους
και πεπρωμένα,
γιορτάζοντας κι
εγώ,
της Νύχτας τον
άμετρο θρίαμβο!
Συνεχίζω...να παλεύω
Την ώρα που το δεντρί
ξεγυμνώνεται από τη φυλλωσιά του,
θαρείς, πως λαβώνεται ο Ουρανός
και η Σελήνη με τ' άστρα χάνουνε,
τη λαμπερή τη φορεσιά τους.
Ο ΄Ερωτας,
πέφτει κι αυτός σαν κιτρινόφυλλο
στης
θάλασσας την απλωσιά,
στάζοντας μες την καρδιά της ΄Ανοιξης,
πίκρες και πόνους ασήκωτους...
Και τότε,
γεμίζουν οι δρόμοι θλίψη και θάλασσα,
ο ΄Ηλιος θάβει κι αυτός
στο βασίλεμά του τις πληγές
και η όξινη βροχή, παρασύρει στο ρέμα
πνοές σπαραχτικές και λύπες ανομολόγητες.
Κι εγώ, συνεχίζω να παλεύω,
γιά να γυρίσω την ανέμη ανάποδα,
μήπως και γλυτώσω απ' τα δίχτυα του χρόνου,
γεμίζοντας της ζωής μου το καλάθι
από αγνές ανάσες του Ουρανού και της θάλασσας
και από χαρές ανεξάντλητες!
Ωροδείκτες
Δυό Ωροδείκτες συνομώτες,
κινούνται με ασύλληπτο ρυθμό
κι ανήκουστη ψυχρότητα,
την Ιστορία στέλνοντας,
στου Χρονοντούλαπου τα ράφια
και τους Ανθρώπους πιό κοντά
στο αναπόφευκτο κι οριστικό φευγιό τους...
Με ειρωνία και με σαδισμό,
φρενάρουνε στις ανεπιθύμητες ώρες και
στιγμές,
για να επιτείνουν τον πόνο
όσο το μπορούν
και τις ψυχές με θλίψη να βαρύνουν,
ενώ, τρέχουν με ξέφρενο ρυθμό
τις ώρες χαράς και ευτυχίας,
αφήνοντας πίσω τους μονάχα δυό
από θύμησες γλυκές
και ώρες ευδαιμονίας,
μετατρέποντας έτσι τη ζωή,
σε μιά ζεστή και γρήγορη ανάσα,
ποντίζοντας Ελπίδες, Φιλοδοξίες κι ΄Ονειρα,
στο βάραθρο του Καιάδα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου