σκίζω στα δύο τη βαθειά γαλάζια λίμνη.
Μόλις προσπέρασα την ύστατη νησίδα
και ακουμπώ βαριά κατάκοπη στην πρύμνη.
Ίσα που κράτησα νερό σ’ ένα δοχείο.
Τ’ άλλα φορτία τα κρατάω στην ψυχή μου.
Και τα αυτιά μου βασανίζει σαν ηχείο,
μια βοή που μου μιλάει για τη ζωή μου.
Έτσι πορεύομαι στη λίμνη Αχερουσία.
Σε μια σχεδία μια ζωή, σε ένα σώμα.
Κι αυτό που θα `θελα μονάχα στην ουσία,
ένα φιλί από της μάνας μου το στόμα.
Γνώρισα πόλεις μονοπάτια και ανθρώπους.
Πρώτα αλλιώς μετά αλλιώς, μέχρι που είδα...
όλα τα λάφυρα βρωμίζουνε τους κόπους
και ο χρυσός, στα χέρια πέτρωσε του Μίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου