Ο κήπος θέλει σκάψιμο, σκέφτηκε
Ήρθε άνοιξη
Λίγες τοματιές και πιπερίτσες κόκκινες
ίσως και μερικές βραγιές μαρούλια
Ένας πελαργός χαμήλωσε την πτήση του σχεδόν μπροστά της
Τον θαύμασε με μιαν απροσποίητη τρυφερότητα
Οι γλάστρες της άδειες
Της άρεσαν τα λουλούδια
Έπρεπε κάποια στιγμή να τις ζωντανέψει
Εκείνης , ποιος θα της έδινε ζωή
Ο καφές καυτός δρόσισε την ψυχή της
Η ζωή απλώς συμβαίνει, σκέφτηκε
Πήγε πίσω από την κολόνα
Ο ήλιος την ενοχλούσε πάντα
κι ας τον λάτρευε
Τους έδενε σε ματσάκια με κορδέλες πολύχρωμες
Τί θα τους έκανε, δεν ήξερε
Συλλέκτρια ήταν μόνον
Κι αυτό της αρκούσε , προς το παρόν
Μάζευε και στιγμές τελευταία
Ακριβές ή μικρότερης αξίας , της ήταν αδιάφορο
Πολλές μαζί ήταν σάρκα από τη ζωή
και τις χρειαζόταν με πανικό σχεδόν
Φοβόταν το δρεπάνι του χρόνου
Ο αποκεφαλισμός της κάποτε θα ήταν γεγονός
Επομένως , μάζευε, μάζευε...
Μαζεύτηκαν σύννεφα ξαφνικά
Τυλίχτηκε στην παρατημένη πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα
ποίηση
Ποθούσε τόσο τις αιφνίδιες καταιγίδες
Τάραζαν την ασάλευτη καθημερινότητά της
Ανάδευαν τις μέσα της τρικυμίες
Αναστάτωναν την ακινησία των πεπραγμένων της
Κατέβαζαν τον ουρανό στα μάτια της
Μούσκευαν τις φλεγόμενες σκέψεις της
Τη λύτρωναν
την ώρα που οι ουρανοί ξεσπούσαν την οργή τους
Έμεινε να απολαμβάνει τον ποθητό κατακλυσμό
που την ταξίδευε στο ασήμαντο παρελθόν και στο άγριο μέλλον της
Έτσι κι αλλιώς
είχε πλέον συμβιβαστεί με το άχρωμο πάθος τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου