απ έξω ούρλιαζε ένας αέρας δύστυχος και αγενής
Κατεβήκαμε στο υπόγειο να βρούμε τροφή να στηριχτούμε
Τα καράβια έφευγαν κόβοντας για πάντα τα σχοινιά στο μόλο.
γράφοντας ποίηση και οιμωγές.
Θα τα διάβαζαν οι άλλοι και θα τα απέρριπταν
και μεις θα σκούζαμε σαν τα ποντίκια
που καίγονται πάνω στη φωτιά της κόλασης τους.
Θα πηγαίναμε μεγάλες βόλτες
λέγοντας συνεχώς τα ίδια πράγματα
πως είναι ωραίο το φεγγάρι,
πως ο έρωτας μας πυρπολεί
και πόσο φάγαμε ωραία χθες βράδυ
- ήταν γκουρμέ κυρία μου.
σκαρώνοντας ένα στίχο
τρώγοντας σ’ ένα άδειο πιάτο,
η πάνω σε ένα ασχημάτιστο φιλί.
Θα γράφουν επικήδειους θα λένε «αυτός έζησε»
αλλά εμείς το ξέρουμε, δεν ζήσαμε ποτέ.
μέχρι να έρθει το άστρο της αληθινής μέρας
για να μας πει ότι τα πλοία ήρθανε,
οι πόρτες άνοιξαν
κι ότι μπορούμε να βγούμε από το υπόγειο
μπορούμε να συναντήσουμε ο ένας τον άλλον,
μπορούμε επιτέλους να αγαπήσουμε
κι εν τέλει μπορούμε έστω για μια στιγμή να ζήσουμε
χωρίς το φόβο του θανάτου.
ο Κύριος να είναι μαζί σου
ευλογημένη να είσαι μεταξύ των γυναικών
και ευλογημένος ο καρπός της καρδιάς σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου