πέντε
σαν τα υγρά της ήβης δάχτυλα
που μελωδούν με τον αυλό
τη γοητεία της νύχτας
και στάζουν στο μεθύσι τους
την πιο γλυκιά φωτιά
ή σαν το πείσμα της γροθιάς
που παραλύει στο σφυγμό
με χάδι ή μαχαίρι–
όπως το μαύρο όστρακο
στου κόλπου τα βαθιά;
τέσσερις
σαν το χλωμό της άνοιξης
τετράφυλλο τριφύλλι
που χαίρεται τον ήσκιο του
στην κλειδωμένη αυλή
ή σαν τις στάχτες εποχές
που τρεμοπαίζουν με το φως
στο ηλεκτρισμένο σπίτι–
όταν στους κήπους σέρνονται
του δρόμου μηρυκαστικά;
τρεις
σαν τα παλιά τα Πρόσωπα
στο κόνισμα της μάνας
που ραγισμένο μαύρισε
απ’ της ανάσας το καντήλι
ή σαν τ’ αγκίστρι που τριπλό
στην πιο υγρή σιωπή
μερόνυχτα το κάρφωνε
στο δίχτυ μου ο πατέρας;
δύο
σαν φλέβες ασημόφεγγες
που κυματίζουν στις σχισμές
το δάκρυ με το αίμα
ή σαν τις όψεις τις τυφλές
αξόφλητης μονέδας
που με τον κούφιο ήχο της
η σάρκα ξημερώνεται
στου Ύπνου τις ακτές;
ένας
σαν το γυαλί μιας μάγισσας γιαγιάς
που την πληγή στο πρόσωπο
χαμόγελο τη λέει
και τη φωτιά στα βλέφαρα
του λιόφυλλου δροσιά;
τους φίλους που με γνώρισαν μετρώ
στο μηδέν μου καταλήγω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου