Κάθισα στο παραθυροσκόπιο
Και μίλησα
Για πρώτη φορά
Για τελευταία
Κανείς δεν ήξερε
Πως είχα τον τρόπο να καταστρέφω τη γειτονιά μου
Και μέσα στο τασάκι είδα δικαιοσύνη
Να με στριμώχνει
Σε μουσικά βιβλία
Σε σκοτεινά δωμάτια
Την πιο απλή κουβέντα
Να με περιπαίζει
Λες και δεν χόρτασα
Και στη γωνία περιμένει
Ο χειρότερός μου φόβος:
Με κλείνουνε, λέει, φυλακή
Κι’ εσύ χειροκροτείς όλο γοητεία
Έκλαιγα πάντα, χωρίς να το ξέρω
(ο χρόνος δεν ήταν παρα μία αφορμή)
Ήσουν εκεί, στέκεσαι εκεί
Κουβαλώντας περήφανη τις αναμνήσεις σου
Κανείς δεν θα μάθει
Πόσα στάδια χρειάζεται να περάσεις
Μέχρι να αγαπήσεις;
Κανένας δεν θα μάθει
Πόσο κοντά βρεθήκαμε
Όταν βάλαμε φωτιά σε αυτό το θαύμα
Και χωρίσαμε μοιράζοντας υποσχέσεις
Για μιαν άλλη εποχή
Σε κάποιον άλλο πλανήτη
Ξέρω, η σελίδα που κρατάς
Δεν είναι δα και μαχαίρι
Αλλά κόβει το ίδιο
Αν δώσεις προσοχή στο αίμα
Που κυλά μέσα στις γραμμές της
Θα το βρεις ζεστό σαν αγκαλιά
Αλμυρό και το σπέρμα μου
Αν τα σμίξουμε, λες να
Αποκατασταθεί η θάλασσα στην
Άπνοια αυτής της πόλης;
Με μιαν αγκαλιά θάλασσας
Το σούρουπο κολυμπήσαμε
Μέσα στις χούφτες της καρδιάς μου –
Ποιός άνεμος θα μπορέσει να τη σβήσει;
Οι αιώνες στριμώχνονται σ’ ένα βιβλίο
Σαν κάτι γέρους στα μπαρ τις πρωινές ώρες
Με θέα -μοναδική!- τους ακάλυπτους χώρους
Της αστικής αρχιτεκτονικής, ρυθμός αδιάφορος
Όταν χορταριάζει κερδίζει χαμόγελο ουρανού
Ξοδεύοντας τίποτα γνώρισε πως πάντοτε βρέχει
Δεν θα μπορείς να κρυφτείς κι’ έτσι επιτέλους θα σε δω
Φαίνεται πως τους έβαλαν κάσες νεκρών ποιητών να ανακυκλώσουν
-χρόνια πριν- κάποιο χαλασμένο ψυγείο υπήρξε
αφορμή να κλειδωθείς και σιγά σιγά το τραγούδι
σου να κρυσταλλωθεί σ’ ένα καραβάκι από πάγο
τώρα ποιός κρατάει βήματα ταύρου σε υαλοπωλείο;
Ύμνος η σιγή, κάθε μικρή φλέβα τεντώνεται, φουσκώνει
Να γεμίσει από την ιδιότυπη αυτή προσευχή για όσες κι όσους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου