Ο Ορφέας στον Άδη
Στης Ευρυδίκης την αγαπημένη αγκαλιά ποθείς αναπαμό
Θεόμορφη η ματιά σου δόθηκε εκείνη πάλι ν’ αντικρύσει
Η λύρα η γλυκόλαλη τον τρομερό ημερώνει τώρα πηγαιμό
Πλανεύοντας γαλήνια τη λήθη που εσέ πασχίζει να τυλίξει
Πίνεις αργά, θρηνώντας, το αίμα της δικής σου της καρδιάς
Που σ’ επιστρέφει αγωνία φρικτή στης Περσεφόνης το βασίλειο
Ευρυδίκη, ω! Ευρυδίκη εσύ! στης μαγεμένης τ’ όνειρο ματιάς
Με τι ψυχή ν’ αντιπαλέψεις το φοβερό του Άδη το μυστήριο;
Θλιμμένα ηχεί στο σκότος του αηδονιού η γλυκύτατη επωδός
Τα δένδρα, πεθαμένα στέκουνε κορμιά, μαύρο ποθώντας αίμα
Ορφέα! Ορφέα! δύστυχε εσύ, στη φρίκη, πώς βαδίζεις μοναχός!
Ανατριχιούν τα ζοφερά να πουν και τ’ αφανέρωτα τα χείλη
Χλωμά τα μάτια και άδεια τώρα στέκονται βουβά να κλαίνε
Και η λύρα σου, Ορφέα δύσμοιρε! μάταια γοά στο μαύρο δείλι
***
Θλίψη
Η θάλασσα είναι τόσο ήσυχη τώρα
Γαλήνια τόσο
Σίγησε το γλυκό τραγούδι της για χάρη μου
Δεν παίζει ερωτεμένος πια ο σκοτεινός βυθός της
Δεν λιγώνουνται γλυκαμένα τ’ άσπρα κοχύλια της
Τώρα σέρνεται πίσω μου πικρή η θάλασσα
Ακολουθώντας τη θλίψη της καρδιάς μου
Θλίψη βαθιά και ανείπωτη
Θλίψη πιο κοφτερή κι απ’ το σπαθί
Θλίψη που μου ’σκίσε τα χείλη
Θλίψη που μου ’δώσε γι ’ αναπαμό
κλάμα γοερό
Κλάμα σπαρακτικό
Θλίψη που μ’ έριζε στα γόνατα
Ξαπλώνοντάς με άδειο κέλυφος
Στης υγρής αμμούδας το πικρό στρωσίδι
Τ άσπρα κοχύλια της θάλασσας
Δεν τραγουδάνε τώρα τη χαρά της
Η τρυφερή καρδιά τους
Ξανασαίνει το δικό μου μαύρο θρήνο
***
Η άρπα
Ποθώ να κρούσω με τ’ ακροδάχτυλά μου
Την άρπα που έχεις ακουμπισμένη δίπλα στο παράθυρο
Τον πιο λεπτό της ήχο ίσα για ν’ ακούσω
Σαν ένα γλυκύτατο ψίθυρο στου δωματίου μέσα τη σιγή
Ίσα που να την αγγίξω, σχεδόν αέρινα να τη διατρέξω
Ποθώ να την ακούσω γλυκά να μελωδεί
Τις νότες που σου τραγουδά όταν την αγκαλιάζεις
Ερωτικά όταν χαϊδεύεις τις άνισες χορδές της
Στέκομαι ακίνητη και την κοιτάζω
Την άρπα που έχεις ακουμπισμένη δίπλα στο παράθυρο
Το πιο γλυκό της άρπισμα, το τραγούδι της ψυχής σου
Που αιχμαλωτίζεται στον ήχο των χορδών της
Το πιο γλυκό κονσέρτο της
Η μελωδία της αγάπης σου
***
Βάκχα
Στάζουν ρετσίνη μυρωδάτη τα πευκόδενδρα
Καθώς η Βάκχα γοργοπερνά ανάμεσο τους
Το πέπλο της του ανέμου λάφυρο ακριβό
Στης μυρτιάς σκαλώνει το χλωρό κλαδί
Πυρρόξανθο εχύθηκε της κεφαλής το φως
Ως κάτω στης ωραίας μέσης την καμπύλη
Τ’ αγκάθι της λυγιάς ερωτεύθη την εσθήτα της
Και χόρεψε τριγύρω της μέχρι να την αδράξει
Διαμιάς τ’ ωραίο στήθος ολόγιομο επετάχτη
Γλυκά βελάζει η ελαφίνα στην πηγή
Στου έρωτα το θάμπος αφημένη
***
Έρωτας
Δεν είναι ο έρωτας αβρό φιλί
Μάτια μου
Δεν είναι χάδι τρυφερό
Μήτε κι αδιόρατο χαμόγελο
Δεν είναι χέρι που απλώνεται διατακτικά
Ειν’ αρπαγή και γδικιωμός ο έρωτας
Μάτια μου
Θάνατος κι αφανισμός μαυλιστικός
Και σκοτωμός με δίκοπο μαχαίρι
Μάτια είν ’ ο έρωτας τρελά
Μάτια μου
Και χείλη δολοφόνοι
Ξεσκίζονται ζυγιάζοντας το είναι τους
Κι ορμούν καταβροχθίζοντας καρδιές
Μασχάλες, στήθια κι ωραίους μηρούς
Ακέφαλο κορμί είν’ ο έρωτας
Μάτια μου
Χωρίς μυαλό και μάτια, με δίχως ακοή
Που σαν το πληγωμένο ζώο ορμάει στα τυφλά
Και πιτσιλάει το αίμα του τις άσπρες μαργαρίτες
Δεν είν’ ο έρωτας αγνός μήτε και τίμιος
Μάτια μου
Πόλεμος είναι και σφαγή μες στα τυφλά του θέλω
Και άγρια θηροσύνη
Αίμα που ρέει αχνίζοντας ο έρωτας
Μάτια μου
Κατάρα
Που κοχλάζει ευλογημένη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου