και ονειρεύεσαι συχνά πως είσαι κάποια άλλη
στις άυπνες νύχτες ακουμπάς φανταχτερών προσώπων
και νοερά ταυτίζεσαι κει δα στο προσκεφάλι ;
που μ’ όπλο τους την ομορφιά, χάραξαν τ’ όνομά τους
και ύμνησαν οι ποιητές, νοιώθεις ν’ απογειώνεσαι,
να γεύεσαι, να χαίρεσαι τα κατορθώματά τους ;
για το καλό των γύρο σου με τα φτερά ανοιγμένα
να δίνεις απ’ το υστέρημα, ανθρώπου πεμπτουσία,
να θέλεις και να μην μπορείς, τα χέρια σου ην δεμένα ;
το φως, η ίδια η αυγή τον κόσμο να φωτίζεις ;
μήπως η Νύχτα η σκοτεινή
που με τα μαύρα σου φτερά αιώνια φτερουγίζεις ;
Η Σπαρτιάτισσα η Γοργώ,
σκληρή ατσαλοθέλητη, ανδρών λεβεντογέννα ;
ή, η Πηνελόπη του Θιακιού
με πίστη και προσήλωση κι ατσάλινη υπομονή,
προσμένει να ‘ρθει ο κύρης της από τα μαύρα ξένα ;
που στα τερτίπια του έρωτα απ’ όλες ήταν πρώτη;
η Κλυταιμνήστρα η φόνισσα
που σκότωσε τον άνδρα της αφού έχασε την νιότη;
μήπως η Ήρα η φθονερή,
ζηλιάρα, που όμως ήτανε σύζυγος παινεμένη,
ή μήπως του Μενέλαου
η άπιστη Ελένη του Πάρη η ερωμένη ;
που με το σώμα της κρατά τους ούριους ανέμους;
Μια Αριάδνη που βοηθάει
να βρίσκουν δρόμο οι άβουλοι στους σκοτεινούς διαδρόμους;
Μήπως η Αμάλθεια η τροφός για όλους τους πεινασμένους;
Η Φρύνη ίσως
που κουβαλάει την αμαρτία της γης στους ώμους ;
που την τουρκιά πολέμησε για λευτεριά του γένους,
μια Μπουμπουλίνα που έδωσε τα πλούτια στον αγώνα
π’ έδωσε αίμα και ψυχή τον πρόσφατο αιώνα
ή μήπως να ήσουν η Μαντώ η κόρη του Μαυρογένους ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου