του Νίκου Σουβατζή
-Δεν θυμάμαι άλλο χειμώνα τόσο σκοτεινό.
-Μίλα πιο σιγά. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά.
Ο παραπάνω διάλογος περιγράφει περιεκτικά το ζοφερό κλίμα που
επικρατούσε στην πόλη. Ήταν ένας πολύ σκοτεινός χειμώνας και είχε
προηγηθεί ένα ακόμη πιο σκοτεινό φθινόπωρο. Κι όμως, όταν ξεκίνησε αυτή η
ιστορία λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν την κατάληξη που θα είχε. Μια
μέρα σαν όλες τις άλλες οι αρχές αποφάσισαν να βάψουν όλους τους τοίχους
της πόλης. Αυτό το φαινομενικά ασήμαντο γεγονός ήταν η πρώτη πράξη του
δράματος, για την ακρίβεια της τραγωδίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό των
αρμοδίων ήταν ανεπίτρεπτο για μια σύγχρονη πρωτεύουσα οι τοίχοι των
κτιρίων της να είναι βρώμικοι, γεμάτοι με αφίσες και συνθήματα. Το χρώμα
που θα βάφονταν οι τοίχοι ήταν το λευκό. Το χρώμα της αγνότητας.
Χιλιάδες εργάτες λοιπόν άρχισαν να δουλεύουν πυρετωδώς, με σκοπό να
κάνουν τους τοίχους της πόλης τους καθαρότερους του κόσμου. Απ’ τη
στιγμή που τα συνεργεία τελείωσαν τη δουλειά τους, απαγορευόταν αυστηρά η
ρύπανση των τοίχων. Απαγορευόταν επίσης να βάψει κάποιος πολίτης τους
τοίχους του σπιτιού του σε άλλο χρώμα. Οποιοσδήποτε παραβίαζε τον νόμο
αντιμετώπιζε τις συνέπειες κι επιπλέον στιγματιζόταν ως αντικοινωνικό
στοιχείο. “Ποιοι είστε εσείς που θέλετε να διαφέρετε; Είστε πιο έξυπνοι
απ’ τους άλλους; Δεν είστε μέλη της κοινωνίας;” ρωτούσαν οι εκπρόσωποι
των αρχών.
Ύστερα οι αρχές προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα. Αποφάσισαν όλοι οι
δρόμοι της πόλης να φωτίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Το
σύνθημα που χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση αυτού του νέου μέτρου ήταν:
“Όλα στο φως”. Εκατοντάδες νέοι φανοστάτες τοποθετήθηκαν σε όλα τα
σημεία της πόλης, ενώ επισκευάστηκαν όσοι ήταν ελαττωματικοί. Απ’ τη
στιγμή που νύχτωνε, όλη η πόλη ήταν λουσμένη στο φως. Κάποιοι
διαμαρτύρονταν πως δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, αλλά μετά τις νουθεσίες
των αρχών σταμάτησαν τις διαμαρτυρίες τους και προσπάθησαν να
προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Κάποιοι άλλοι πάλι παραπονέθηκαν ότι με
τόσο φως δεν μπορούσαν πια να δουν τα αστέρια. Αυτοί ήταν πολύ εύκολο να
αντιμετωπιστούν. Απλώς, λοιδορήθηκαν ως αφελείς ρομαντικοί.
Το επόμενο μέτρο που εφάρμοσαν οι αρχές, για να επικρατήσει η τάξη
στην πόλη, ήταν η κατάργηση όλων των ονομάτων και η αντικατάστασή τους
από αριθμούς. Έτσι πλέον όλοι οι δρόμοι και οι πλατείες σταμάτησαν να
έχουν δυσνόητα ονόματα, την ιστορία των οποίων έτσι κι αλλιώς οι
περισσότεροι αγνοούσαν, και απέκτησαν αριθμούς. Οι πολίτες έδιναν
ραντεβού, για παράδειγμα, στην 36η πλατεία ή στην διασταύρωση της 44ης
με την 77η οδό. Το ίδιο μέτρο, της αντικατάστασης δηλαδή των ονομάτων
από αριθμούς, ίσχυσε και για τους ανθρώπους. Δεν υπήρχαν πλέον
συνωνυμίες που δημιουργούσαν παρεξηγήσεις ούτε οι γονείς πονοκεφάλιαζαν
για να βρουν όνομα για το παιδί τους. Ο κάθε πολίτης είχε πια έναν
αριθμό, ο οποίος ήταν μοναδικός κι αντιστοιχούσε στο πρόσωπό του και
μόνο, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για παρανοήσεις.
Αυτός ο νόμος βοηθούσε στην εφαρμογή του επόμενου, ο οποίος αφορούσε
στην παρακολούθηση των πολιτών. Όλες οι κινήσεις παρακολουθούνταν κι
όλες οι συνομιλίες καταγράφονταν με τη χρήση υπερσύγχρονων μηχανημάτων.
Οι αρχές, για να μην υπάρξει παρερμηνεία του νόμου, διευκρίνιζαν ότι τα
ατομικά δικαιώματα, που είναι κατάκτηση της δημοκρατίας, γίνονταν
απολύτως σεβαστά κι ότι ο νόμος αφορούσε στην ασφάλεια της κοινωνίας.
“Δημοκρατία έχουμε, τι έχετε να φοβηθείτε;” απαντούσαν οι αρχές σε
όποιον έφερνε αντίρρηση και κατόπιν το όνομά του, ή μάλλον ο αριθμός
του, σημειωνόταν στη λίστα με τους υπόπτους για διάπραξη αντικοινωνικών
εγκλημάτων. Το κέντρο παρακολούθησης γέμιζε κάθε μέρα με αναφορές του
τύπου: “Ο 11.422 μιλάει συνεχώς με ύποπτα υπονοούμενα”, “Η 5.646
χαμογελάει ειρωνικά όταν αναφέρεται στις αρχές”, “Ο 25.849 δυσανασχετεί
όταν κάποιος πολίτης εγκωμιάζει το έργο των αρχών”. Αφού πλέον είχαν
καταχωρηθεί κι αρχειοθετηθεί οι φάκελοι των υπόπτων, οι αρχές τους
έστειλαν προειδοποιητικές επιστολές. Οι παραλήπτες των επιστολών,
νομίζοντας ότι πρόκειται για κάποιο αστείο, τις πέταξαν στα σκουπίδια,
έτσι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για περιφρόνηση των νόμων. Κι επειδή
ήταν πολλοί και δεν χωρούσαν στη φυλακή, χτίστηκε μια καινούργια φυλακή
έξω απ’ την πόλη, στη μέση του πουθενά.
Μια απέραντη σιωπή είχε απλωθεί πάνω απ’ την πόλη. Γιατί οι άνθρωποι,
από φόβο πως οτιδήποτε πουν μπορεί να θεωρηθεί ανατρεπτικό και να τους
οδηγήσει στη φυλακή, είχαν σταματήσει να μιλάνε. Η σιωπή όμως πολλές
φορές γίνεται αποπνικτική. Κάποιοι λοιπόν αποφάσισαν να αντιδράσουν στη
συνωμοσία της. Επειδή όμως είχαν ξεχάσει να σκέφτονται, η αντίδρασή τους
ήταν ενστικτώδης. Έβγαιναν τα βράδια κι έριχναν χρώμα στους τοίχους.
Συνελήφθησαν πολύ γρήγορα και καταδικάστηκαν σε πολυετή κάθειρξη. Επειδή
όμως οι αρχές τους θεωρούσαν πολύ επικίνδυνους, αποφάσισαν να
ξεμπερδεύουν μια και καλή μαζί τους. Έτσι, ένα βράδυ τους σκότωσαν. Η
επίσημη εκδοχή για τον θάνατό τους ήταν αυτή της αυτοκτονίας.
“Μα πώς είναι δυνατόν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας ένας κρατούμενος
να έχει πιστόλι; Πώς γίνεται ένας αριστερόχειρας να αυτοπυροβοληθεί με
το δεξί χέρι; Πού βρήκαν σκοινί όταν τους είχαν αφαιρέσει ακόμη και τα
κορδόνια των παπουτσιών τους; Πώς γίνεται να αυτοκτόνησαν όταν
παρακολουθούνταν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;”. Αυτές οι
ερωτήσεις, αν και πολύ λογικές, αρκούσαν ακόμα και να στείλουν κάποιον
στη φυλακή σαν συμπαθούντα εξτρεμιστών κι εγκληματιών. Έτσι, ο κόσμος
σταμάτησε να ρωτάει και η σιωπή απλώθηκε ξανά πάνω απ’ την πόλη. Εκείνο
το φθινόπωρο πέρασε στη λήθη. Οι τοίχοι παρέμειναν λευκοί. Κι αν καμιά
φορά εμφανίζονταν τα βράδια ενοχλητικές σκιές πάνω στους τοίχους, οι
αρχές είχαν μεριμνήσει και για αυτό. Υπήρχαν ειδικοί υπάλληλοι
εντεταλμένοι να κυνηγούν σκιές.
Ποιήσεις, Διηγήματα και άρθρα του κ. Νίκου Σουβατζή μπορείτε να διαβάσετε στο Ιστολόγιο: https://chimerianarki.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου