Βασίλης Πανδής
Δεν έχει πλια περιθώρια άλλα
ο καρτερεμός
ν' αστράφτει,
δεν κρατάει το βαρύ το χέρι
μια ικμάδα πόνο κεντητό,
τον τρομάζουνε
τ' αλάλητα και τ' απρομάντευτα μελλούμενα
που 'ναι σαν πίσσα μαύρα,
δίχως να κουβανούνε κατανόηση καμιά
μες στην κουφή, βαριά σιωπή
του όμορφου και άγριου
που είν' ο ήλιος,
της μελαγχολικής και πικρής
που είν' η σελήνη,
η σελήνη των μυρίων κρατήρων,
όπου κοιμούντ' οι αγγελιαφόροι
της σωτηρίας
που προσμέναν άλλοι κάποτες,
που κι εμείς τώρα δα καρτερούμε,
μες στα μπλε, τα σκοτεινά σεντόνια
ή στις φλόγες που ντύνουν τις καρδιές μας,
στης μιας ζωής το αλαφρό ή το βαρύ ξανάσασμα
Πετρώσανε τα δάκρυα
και γίνανε στον ουρανό μας όλα τους αστέρια,
σαν νύχτωσε εκείν' η μέρα,
εκείν' η μέρα
που μες στ' άγριο πρωινό της
το φάσμα σου σεργιανούσε στα καντούνια,
μπρος στα μάτια μου,
σαν κάποια ονειροφαντασιά
δικιά σου και δικιά μου αντάμα
Αυτή τη νύχτα,
βρέθηκα στο αίθριο
που μας είχανε κάποτες
περιγράψει -
Θυμάσαι
Κι όλ' αυτά,
πριν πέσω απ' τη γέφυρα,
να δροσιστώ στους ποταμούς των χίλιων επιφωνημάτων,
να ποτίσουνε ως και τα κόκαλά μου αβεβαιότητα,
ανοησία και τρέλα
Παραφύλαγε σε μι' άκρη
κι έπειτ' ακολούθαγε
γοργά, πυκνά, με το μάτι μαύρο απ' την ανάγκη,
δίχως να κουνιέται από 'κει βήμα,
στο χαιρετισμό τον δίχως μια λέξη οδηγήτρα,
άχρηστη κι ανέγγιχτη
ως τα τότε,
ευχή και μάνα του καημού
στο κυνήγι του αγγίγματος του Μίδα
Καβάλησ' το αποκούμπι σου
κι οι άγνωστοι θα 'ρθούνε
να σε χτυπήσουν φιλικά στον ώμο
κι εχθρικά στην καρδιά -
ή μάλλον
εκεί
θα 'ν' εξ οικείων τα βέλη
τ' άγρυπνα της καμένης γης και άκλαυτης,
εκεί, όπου τα θεμέλια του κακού ριχτήκαν,
εκεί, όπου εχάθη μια για πάντα
η μανία της απλότητας
κι ήρθε μι' άλλη αλλοφροσύνη
Ω νύχτα,
που κρατάς του Οδυσσέα το βαρύ το τόξο, το κοντάρι,
με μια σου δοξαριά, ρίξ' τ' αφεύγατο βέλος
στις καρδιές του κόσμου,
το πρωί να τον εύρει
με τους τοίχους του μουντζουρωμένους
απ' το πάθος
κι όχι μουντούς καθόλου,
περίκλειστους και άχρηστους πολύ
Στην ακροθαλασσιά σε μάθαμε
κι εκεί σε γυρέψαμε,
για να μας δούμε μέσα σου,
για να σε ιδούμε μέσα μας,
για να χαθούμ' όλοι μαζί
στον πολύτροπο χορό,
με τ' αεράκι
ολάκερο, ακέριο, πολυσήμαντο,
κι ό,τι άλλο μ' αυτό συμμαζωμένο,
να μη μας αγγίζει,
να μην το βολεί,
να μην μπορεί να 'ρθεί κοντά μας, πλάι μας,
να μας αγκαλιάσει, να μας φιλήσει, να μας φτύσει,
να περάσει από τις αψηλές καμάρες μας
Όμως, Ύπνε,
το πρωί
θα κάνει όλες τις αγάπες μας ντροπές,
όλα όσ' αγαπάμε θα τα κάμει σκόνη
Καθυστέρησε λίγο, λοιπόν,
το χάραμα
Κάμε να κρατήσει ετούτ' η νύχτα λίγο παραπάνω, -
ας ήταν και για πάντα,
για πάντα να κρατούσε
μιας και μεσοπέλαγα φτάσαμε
κι εδώ απομείναμε,
έρμοι ναυαγοί,
καραβοτσακισμένοι,
αφού χάσαμε καράβι με τόσες σειρές κουπιά
και μ' άρμενα εκατό -
μας το επήρ' η μάνα θάλασσα,
για να στολίζεται ο πάτος της
με το ιδανικό της απαξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου