Καλή χρονιά! του είπε.
Τινάχτηκε στον κρότο
που μόνη της προκάλεσε
καθώς με το γνωστό επιδέξιο τρόπο
άνοιξε τη σαμπάνια.
Ύστερα σταύρωσε τη βασιλόπιτα:
Πρώτα το σπίτι, του φτωχού,
ένα δικο σου, ένα για μένα, τρόμαξε πάλι
νιώθοντας να την απειλούν
τα χαραγμένα πελώρια κομμάτια
Βλέπεις πως όσο λιγοστεύουν οι παρόντες
μεγαλώνουν οι μερίδες; γέλασε με τα χείλη μοναχά.
Τα διαμάντια στο ντεκολτέ
σκληρά κι αδιάφορα αστράφταν την οδύνη των ρυτίδων.
Αντίθετα το κόκκινο σατέν φουστάνι
σα να ντρεπότανε, να δυσανασχετούσε
μ' εκείνο το παχύσαρκο κορμί.
Καλύτερα να είχε μείνει στη ντουλάπα
σκεφτότανε, γυμνό από χίμαιρες
μονάχο με τις μνήμες του.
Όμως κι εκείνη δυσφορούσε
με την έντονη και συνεχή προσπάθεια
να χωράει μες στις παλιές της διαστάσεις.
Ίσως να φάγαμε λιγάκι παραπάνω
έκανε να γελάσει πάλι, όμως τα μάτια της
υγρά και μακρινα δεν πείθανε.
Πειράζει να γδυθώ; τόν χάιδεψε
κι αμέσως άλλαξε γνώμη.
Πρώτη του χρόνου. ’ς κοιμηθούμε
λίγο πιο αργά απόψε.
Πές κι εσύ κάτι επιτέλους! παρακάλεσε
Κούνησε λίγο την ουρά του
Γαβ! γαβ! απάντησε βαριεστημένα. Γαβ! γαβ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου