Είχε μπει ο Σεπτέμβρης. Ερχόταν
μια ψύχρα απ’ τη θάλασσα. Είχε συννεφιά. Η πρώτη συννεφιά του καλοκαιριού.
Κάποια στιγμή αναρίγησα. Έπρεπε να είχα φορέσει μακρυμάνικο. Έπλενα τις
καρέκλες στην καφετέρια πάνω από μισή ώρα. Φταρνίστηκα.
«Έχει γούστο ν’ αρρωστήσω»,
αναρωτήθηκα και συνέχισα. Είχα αρκετές ακόμα.
Τότε άκουσα ένα αυτοκίνητο να
σταματά στο δρόμο απέναντι. Ήταν η Λένα. Πάρκαρε μια κάμπριο μερσεντές σ’ ένα
αλμυρίκι και κατέβηκε. Φορούσε ένα «καυτό» σορτσάκι, πλατφόρμες και ένα
«ανοιχτό» πουκάμισο με κόμπο στη μέση. Με πλησίασε.
«Άδειασε το χωριό ξαφνικά».
«Δεν είναι για έξω σήμερα… Δεν
κρυώνεις;» τη ρώτησα κοιτάζοντας χαμηλά στον αφαλό της. Με στραβοκοίταξε. Δεν
απάντησε.
Σημάδεψα με το λάστιχο μία
καρέκλα και την πιτσίλισα κατά λάθος. Τραβήχτηκε πίσω.
«Σόρι, ρε συ Λένα».
«Δεν πειράζει. Πέρασε κανείς από
δω;»
«Μπα, όχι. Είναι όλοι κλεισμένοι
στα σπίτια τους. Θα βρέξει μάλλον», κι έκλεισα τη βρύση.
Κοιτάξαμε και οι δύο τον ουρανό.
«Πότε φεύγεις;»
«Δε ξέρω. Αύριο, μεθαύριο. Θα
δούμε. Ότι αποφασίσει ο Mei-Lan».
Ο Mei-Lan ήταν ο άντρας της,
κινεζάκι, γιος τραπεζίτη, της Merchants Bank, αν δεν κάνω λάθος. Τον είχε
γνωρίσει πρόπερσι το καλοκαίρι σ’ ένα μπαρ – ρεστοράν στην Οία. Παντρευτήκαν το
επόμενο.
Ήμασταν και οι δυο αμήχανοι. Δε
ξέραμε τι άλλο να πούμε.
Κοίταξα πέρα. Τα φεριμπότ
πηγαινοέρχονταν. Ο Νικόλας, η Βαγγελιώ, ο Άγιος Δημήτριος, η Έλενα. Θυμάμαι
μικροί να παίζουμε με τους άλλους το παιχνίδι: Ποιο είναι αυτό που μόλις
ξεκίνησε; – Η Έλενα. – Όχι, ρε μαλάκα. – Ο Νικολάκης. – Ένα μηδέν.
Τώρα ξεκινούσε η Βαγγελιώ από
απέναντι. Αυτό κάνει ακριβώς έντεκα λεπτά με μπουνάτσα.
Πρόπερσι, τέλη πάλι του
καλοκαιριού, ένα βράδυ που δεν είχε πολύ δουλειά, καθόμασταν και τα λέγαμε σ’
ένα τραπεζάκι δίπλα στο κύμα. Τη σερβιτόρα την είχα διώξει. Δεν υπήρχε λόγος να
κάθεται άλλο. Η ώρα ήταν έντεκα. Αν ερχόταν κάποιος θα τον εξυπηρετούσα εγώ.
Κοιτάζαμε και τότε το φέριμποτ. Ήταν η Βαγγελιώ, μόλις είχε ξεκινήσει.
«Να βάλω άλλη μία βότκα;»
«Μία. Τελευταία. Θα μεθύσω.»
Πίναμε απ’ το απόγευμα, στην αρχή
μπίρες, μετά βότκα λεμόνι. Πάντα την κέρναγα. Δεν πλήρωσε ποτέ.
Γύρισα με τα ποτά.
«Ποιο είναι; Ξέρεις;»
«Τι χάνεις αν το βρω;» μου ’πε
γελώντας και τσουγγρίσαμε.
«Ρώτα με αλλιώς», της είπα.
«Πώς αλλιώς δηλαδή;»
«Πες, τι κερδίζω αν το βρω».
«Ντάξει. Τι κερδίζω;»
Στο τέλος κάθε φράσης γελούσαμε
χωρίς λόγο.
«Τι κερδίζω, ρε παιδί μου;»
«Κερδίζεις να γαμιόμαστε όση ώρα
κάνει να έρθει από δω» και ακούμπησα το ποτήρι στο τραπέζι με δύναμη.
Αυτή μαζεύτηκε. Σοβάρεψε απότομα.
Κοιτούσε μία το πλοίο μία εμένα. Κοιτούσε μία εμένα μία το πλοίο. Ξερόβηξε.
«Ο Νικολάκης δεν είναι;»
μισοκλείνοντας τα μάτια προς τη θάλασσα. «Δε βλέπω καλά, είμαι μεθυσμένη…
Καληνύχτα…», και σηκώθηκε να φύγει αλλά τη σταμάτησα πιάνοντάς την απ’ το
μπράτσο.
«Το κινεζάκι;» τη ρώτησα απότομα.
«Άσε με να φύγω» και τραβήχτηκε.
Έφυγε τρέχοντας.
Τελείωσα το βότκα και βούτηξα στη
θάλασσα με τα ρούχα.
«Ποιο είναι; Ξέρεις;», τη ρώτησα
για να σπάσω την αμηχανία. Μαλακία. Με αγριοκοίταξε.
«Με περιμένουν. Χάρηκα που σε
είδα» κι έφυγε κουνώντας τα οπίσθια.
Άνοιξα τη βρύση.
(Βασίζεται στο Paradise της Λένας
Κιτσοπούλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου