Του Π. Ένιγουεϊ
Το άκουσα για πρώτη φορά καλοκαίρι του ’65, εγώ εφτά
χρονών. Το γιούσουρι, το στοιχειωμένο δέντρο στο βυθό, στην είσοδο του
Παγασητικού, κοντά στο Τρίκερι. Κανείς δε μπορούσε να το περιγράψει ακριβώς. Όσοι
κατάφεραν να το πλησιάσουν και να το δουν δεν τους ξαναείδαν. Απλώς ξέραμε ότι
υπάρχει, ότι είναι κάπου εκεί, νότια απ’ το Τρίκερι, και ότι είναι κάτι σα
δέντρο. Στην Κατοχή είχαν δοκιμάσει να το φτάσουν και τρεις δύτες, δύο Γερμανοί
κι ένας Ιταλός, αλλά επέστρεψε μονάχα ο τελευταίος.
«Είναι ξύλινο». «Από λάστιχο».
«Σιδερένιο». «Σα βελανιδιά». «Ψηλό σαν κυπαρίσσι». «Ριζωμένο βαθιά, όπως ο
πλάτανος». «Σα χταπόδι». «Έχει κλαδιά που κινούνται σα δαγκάνες κάβουρα».
Φήμες. Μόνο φήμες. Κανείς δεν ήξερε πραγματικά πώς ήταν. Άκουγα τους ψαράδες να
μιλούν για αυτό με σεβασμό, αν όχι φόβο. Άντρες που είχαν πολεμήσει στην
Αλβανία, στο Ελ Αλαμέιν, στο Ρίμινι, και αργότερα στην «κόκκινη ανταρσία»,
άκουγαν για το γιούσουρι και ξεροκατάπιναν, έχαναν την μιλιά τους, σταματούσε η
αναπνοή τους. Δε μπορούσα να το πιστέψω. Άντρες που είχαν περάσει τόσες
κακουχίες, μάχες, αρρώστιες, πείνα, να μην μπορούν να ξεριζώσουν ένα δέντρο!
Που είχαν δει το θάνατο τόσες φορές μπροστά τους και άλλαζαν χρώμα για ένα
δενδρύλλιο!
Ε λοιπόν, θα το ’κοβα εγώ! Το ’χα βάλει
σκοπό! Από το καλοκαίρι εκείνο ένα όνειρο είχα: να κατέβω στο βυθό μ’ ένα
τσεκούρι, να του κόψω τα κλαδιά ένα ένα και μετά τον κορμό και να το σύρω με το
καΐκι ως το λιμάνι του Βόλου και να το παρατήσω δίπλα στα «ψαράδικα». Αυτό
ήθελα. Και μετά να δω τις γυναίκες να το κοιτάζουν και να σταυροκοπιούνται,
τους ψαράδες να ζητωκραυγάζουν και τους υπόλοιπους να με φθονούνε. Αυτό και
τίποτα άλλο. Και θα έπαιρνα για γυναίκα την πιο όμορφη του κάμπου.
Αλλά ένα τρέμουλο με έπιανε έπειτα, ένας
φόβος, ένας πανικός… Όχι για το δέντρο, όχι: η ιδέα ότι κάποιος θα με
προλάβαινε και θα το ξερίζωνε πρώτος, αυτό ήταν που με τρέλαινε! Αλλά έπειτα
καθησύχαζα τον εαυτό μου. Το γιούσουρι ήταν εκεί στο βυθό για μένα. Εμένα
περίμενε για να το πετσοκόψω. Ήταν η μοίρα του να
πάει από μένα. Έτσι έδινα θάρρος στον εαυτό μου.
***
«Τζίφος! Τράβα για το λιμάνι!» φώναξε ο
καπετάν Αντρέας στον τιμονιέρη. «Πάμε να πιούμε κάνα τσιπουράκι!»
Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Τα πόδια μου
άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια μου θόλωσαν. Από το πρωί είχαμε φέρει βόλτα το
μισό Παγασητικό μέσα έξω και δεν το ’χαμε δει πουθενά. Κρύωνα, το σώμα μου είχε
μουλιάσει όλη μέρα στο νερό, αλλά αυτό δε με ενοχλούσε. Ούτε ακόμη η ιδέα να
ξυπνήσω αύριο με καμιά βρογχίτιδα, με καμιά πνευμονία.
«Πάμε πίσω! Τα γερόντια όλο το νου τους
στα παραμύθια!»
«Άλλη μια βόλτα. Να φέρουμε μία
τελευταία. Μία τελευταία, καπετάν Αντρέα, και μετά φεύγουμε…» τον παρακάλεσα
ενώ ήμουν κρεμασμένος στην κουπαστή. Κοιτούσα ώρα τώρα επίμονα στο νερό μήπως
δω κανένα κλαδί απ’ το δέντρο αλλά τίποτα.
Σεπτέμβριος του ’85, ακριβώς είκοσι
χρόνια από τότε που το άκουσα, από τότε που το έβαλα (μοναδικό;) σκοπό της ζωής
μου. Χρόνια ετοιμαζόμουν για αυτή τη στιγμή. Ασκήσεις, καταδύσεις με μπουκάλα,
χωρίς μπουκάλα, αναπνοές, σημάδι με ψαροντούφεκο, και στη στεριά ασκήσεις και
δωσ’ του ασκήσεις, γυμναστική, τρέξιμο, βάρη, και κυρίως κόψιμο δέντρων. Είχα
πελεκήσει το μισό Πήλιο, σου λέω! Στο σπίτι είχαμε κούτσουρα για τους επόμενους
δέκα χειμώνες… Και τώρα που είχα φτάσει στην πηγή να μην μπορώ να πιω νερό! Και
ο καπετάν Αντρέας με το δίκιο του. Βαρέθηκε κυριακάτικα, λογικό. Όλη μέρα
πηγαινοερχόμασταν άδοξα. Ξέραμε ότι ήταν κάπου νότια απ’ το Τρίκερι, αλλά
πού;
Τότε είδα τα τιρκουάζ κλαδιά του.
***
Τότε είδα τον τιρκουάζ κορμό του. Κοντά
δύο ώρες μέσα στο βυθό, κόντευε να τελειώσει ο αέρας, κι αυτό πουθενά. Ώσπου
στην τελευταία βόλτα είδα τον κορμό του. Γαντζωμένο σ’ ένα βράχο ψηλό, με τα
κλαδιά του να αιωρούνται, φάνταζε σα δράκος που κοιμότανε με ανοιχτά χέρια.
Έμοιαζε σα να ’θελε να με αγκαλιάσει. Ή μήπως να με κατασπαράξει; Το πλησίασα,
έλυσα το τσεκούρι μου και ήμουν έτοιμος να του χτυπήσω την πρώτη, όταν είδα να
ξεπροβάλει ένας άλλος πίσω απ’ το βράχο. Ποιος ήταν, τι ήθελε; Δε μπορούσα να
καταλάβω. Είχε κατέβει κι αυτός με μπουκάλα. Στιγμή που διάλεξε κι αυτός να
φανεί… Του έκανα νόημα να φύγει, να πάει αλλού για ψάρεμα, εδώ ούτως ή άλλως
ψάρια δεν είχε. Αλλά αυτός δεν έφευγε. «Εδώ είναι επικίνδυνα», αλλά αυτός εκεί,
ακίνητος. Τότε κατάλαβα. Ήθελε κι αυτός το γιούσουρι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ή
αυτός ή εγώ. Θα το κατάφερνα μόνος μου. Δε χρειαζόμουν τη βοήθεια κανενός. Μια
χαρά θα τα κατάφερνα και μόνος.
Τον αγριοκοίταξα και του ’δειξα προς τα
πάνω. Μου ’δειξε το δέντρο και μ’ έσπρωξε. Του ’ριξα μια στο στομάχι. Πόνεσε.
Αγρίεψε. Όταν συνήλθε τράβηξε μαχαίρι απ’ το πόδι του. Έβαλα το τσεκούρι στη
ζώνη μου και τράβηξα ένα μικρό σουγιά. Θα γινόταν μακελειό. Με περίμενε στη
θέση του. Μία μαχαιριά ήταν. Όποιος προλάβαινε. Όρμησα κατά πάνω του. Πιαστήκαμε
στα χέρια, έπιασε τον καρπό μου, του ’πιασα το δικό του. Ήταν δυνατός. Όχι
περισσότερο όμως από μένα…
Τότε φάνηκε το σκυλόψαρο.
***
Καθόμουν στο ακρωτήρι κι αναπολούσα. Ο
ήλιος έδυε. Φθινόπωρο του 2005. Πότε περάσανε είκοσι χρόνια που έχασα τον αδερφό
μου… Το θυμάμαι σα χθες. Έσκυψα, πήρα ένα πετραδάκι και το έριξα στη θάλασσα.
Φταρνίστηκα. Ένα ψυχρό αεράκι πάγωσε την πλάτη μου. Έκανα όπισθεν το αναπηρικό
καροτσάκι και κατευθύνθηκα προς το αυτόματο αυτοκίνητο. Έβαλα μπρος και πάτησα
το γκάζι με το αριστερό μου πόδι.
(Βασίζεται στα Το γιούσουρι
και Οι
σφουγγαράδες του Αντρέα Καρκαβίτσα)
πρώτη δημοσίευση: shortstory.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου