Στον Βασίλη, στην Άννα
και στο γιο τους Χάρη
Κοιτάζω έξω από τα παράθυρα τα σύννεφα. Το πάει για βροχή. Θα βρέχει το
τριήμερο.
Στο σαλόνι το πολύ είκοσι επιβάτες. Σα φαντάσματα είναι τα μεγάλα πλοία
όταν είναι εκτός εποχής. Δεν υπάρχουν τουρίστες, το προσωπικό ελάχιστο, όλοι
φοράνε χειμωνιάτικα. Έχουμε μπροστά μας δέκα ολόκληρες ώρες ταξίδι, αναρωτιέμαι
πώς θα περάσουν.
Σε λίγο μπαίνουν δύο γυναίκες. Κάθονται σχεδόν απέναντί μου. Η μια είναι
γριά, η άλλη νεότερη, μοιάζουν πολύ, σα δυο σταγόνες νερό. Η γριά φοράει
γυαλιά, η νέα όχι. Μάλλον είναι μάνα και κόρη. Η κόρη παραγγέλνει μια
πορτοκαλάδα, η γριά τίποτα.
Κάθομαι όσο πιο αναπαυτικά μπορώ, βγάζω το λάπτοπ και αρχίζω να γράφω. Η
κόρη απέναντι με κοιτάει.
«Και σεις Αστυπάλαια πάτε;», με ρωτάει μετά από λίγο. Δεν είναι βαμμένη,
περιποιημένη. Έχει παρατήσει τον εαυτό της.
«Τοπογράφος μηχανικός είμαι, πηγαίνω για μια αποτύπωση έξω από το λιμάνι»,
της απαντάω.
«Εμείς, ξέρετε, μένουμε στη Μεσοχώρα… Δουλεύετε στον υπολογιστή σας;»
«Τώρα όχι. Όταν έχω χρόνο γράφω διηγήματα. Θέλετε να διαβάσετε;» και της
δίνω το λάπτοπ.
Είναι μισή ώρα που έχει φύγει το καράβι. Καπνίζω στο κατάστρωμα κοιτάζοντας
τον Πειραιά να μικραίνει. Σβήνω το τσιγάρο και μπαίνω στο σαλόνι, κάθομαι σ’
ένα τραπέζι και παραγγέλνω καφέ. Κοιτάζω έξω από τα παράθυρα τα σύννεφα. Το
πάει για βροχή. Θα βρέχει το τριήμερο.
Στο σαλόνι το πολύ είκοσι επιβάτες. Σα φαντάσματα είναι τα μεγάλα πλοία
όταν είναι εκτός εποχής. Δεν υπάρχουν τουρίστες, το προσωπικό ελάχιστο, όλοι
φοράνε χειμωνιάτικα. Έχουμε μπροστά μας δέκα ολόκληρες ώρες ταξίδι, αναρωτιέμαι
πώς θα περάσουν.
Σε λίγο μπαίνουν τρεις γυναίκες. Κάθονται σχεδόν απέναντί μου. Η μια είναι
γριά, η άλλη νεότερη, η τρίτη ανήλικη. Μοιάζουν πολύ. Η γριά φοράει γυαλιά, η
νέα όχι. Η μικρή έχει σκουλαρίκι στη μύτη. Μάλλον είναι μάνα, κόρη και εγγονή.
Η κόρη παραγγέλνει μια πορτοκαλάδα, η εγγονή φρέντο καπουτσίνο, η γριά τίποτα.
Κάθομαι όσο πιο αναπαυτικά μπορώ, βγάζω το λάπτοπ και αρχίζω να γράφω. Η
κόρη απέναντι με κοιτάει.
«Και σεις Αστυπάλαια πάτε;», με ρωτάει μετά από λίγο. Δεν είναι βαμμένη,
περιποιημένη. Έχει παρατήσει τον εαυτό της.
«Τοπογράφος μηχανικός είμαι, πηγαίνω για μια αποτύπωση έξω από το λιμάνι»,
της απαντάω.
«Εμείς, ξέρετε, μένουμε στη Μεσοχώρα… Δουλεύετε στον υπολογιστή σας;»
«Τώρα όχι. Όταν έχω χρόνο γράφω διηγήματα. Θέλετε να διαβάσετε;» και της
δίνω το λάπτοπ.
Είναι μισή ώρα που έχει φύγει το καράβι. Καπνίζω στο κατάστρωμα κοιτάζοντας
τον Πειραιά να μικραίνει. Σβήνω το τσιγάρο και μπαίνω στο σαλόνι, κάθομαι σ’
ένα τραπέζι και παραγγέλνω καφέ. Κοιτάζω έξω από τα παράθυρα τα σύννεφα.
(Βασίζεται στο Τοπογράφος του Πάνου Τσίρου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου