Α. Πρώτη
πράξη
α.
— Φτάσαμε στο χείλος!
φώναξε. Κι όλοι ταράχτηκαν.
Ο καθείς με τη σκέψη του. Και
καθώς τρεμόπαιξε το φως,
ήρθε σιμά το μέγα στόμιο. Κι
άφησε ο φόβος άλαλα τα χεί-
λη.
— Πίσω! τους φάνηκε πως
ήτανε η προσταγή του εν-
στίκτου. Κι ως μάζα ασπόνδυλη
κινήθηκε το σώμα. Και ως
ύλη ρευστή
κινήθηκε το πλήθος.
Ώσπου η φωνή
τούς
έσκιαξε:
— Σταθείτε!
Γύρισαν τα μάτια στον ουρανό
ικετεύοντας να ρίξει σκιά.
Κι αυτός γαλήνια τους κοίταξε.
Και μη έχοντας τι άλλο να
τους δώσει εκτός από την
ευλογία της σιωπής του, ξεμά-
κρυνε. Κι όταν τον ένιωσαν να
χάνεται, πλησίασαν γυρεύο-
ντας τα ίχνη. Κενό δεν είδαν. Όμως,
γνωρίζοντας τη σημα-
σία του χρησμού ήρθαν σε μένα.
— Γράψε! διέταξαν. Κι έμοιαζε να
αιωρείται ως απειλή
το ρήμα.
— Όχι! απάντησα· σώθηκαν οι
γραφές. Και η άρνηση
ήχησε ως απόγνωση, ώσπου ακούστηκε
η φωνή:
— Εσύ θα λαμπρύνεις τα
μελλούμενα, εσύ!
Τότε θόλωσαν οι αισθήσεις κι ο
στοχασμός λαγάρισε:
— Μητέρα! δεν είμαι εγώ παιδί.
Κι εσύ πέθανες, μητέρα!
Όμως, πάγωσε η στιγμή. Στην
άλλη, η δεύτερη των γυ-
ναικών με κοίταξε θλιμμένη. Και
ήταν ωσάν να γύριζε απ’
τον καιρό των νέων. Και ως είδε
στο βλέμμα μου ν’ αναβο-
σβήνει η παλιά φλόγα, γαλήνια
σπάραξε:
— Εγώ σε γέρασα!
Την ένιωσα και τσάκισε η ψυχή.
Και ύψωσα δέηση εντός
μου.
— Θεέ μου όρθωσέ με!
Και όπως πήρα δύναμη απ’ τα
μικρά, εκ νέου στοχάστηκα:
— Καμιά μητέρα δεν πεθαίνει!
Και καθώς είδα την άλλη
συντριβή, επήρα φώτιση:
— Δεν είναι αργά!
Και το πλήθος αναθάρρησε. Κι
έκανε τόπο να περάσει ο
άνδρας με το λευκό σύννεφο.
— Αυτός θα μιλήσει! μου
έδειξαν.
Τότε κατάλαβα πως ήρθε ο καιρός
να ελευθερώσουμε το
μέλλον από την ανάμνησή του.
Πλησίασα ν’ ακούσω. Κι
εκείνος ξεκίνησε απ’ τα παλιά να
λέει:
β.
— «Ήρθε στο λίκνο μου μια νύχτα
το φεγγάρι· κρυφά
μου μίλησε:
— Θα πας μακριά!
Δεν ήξερα αν ήταν προφητεία
ή αποστολή. Ωστόσο, βια-
ζόμουν να μεγαλώσει ο
βηματισμός, να ’ναι μικρός ο δρό-
μος. Και δυνάμωνε στη φαντασία
τ’ ουρανού το όνειρο. Κι
έβλεπα κόσμους ξένους.
— Θα με ελευθερώσει η γνώση,
μονολογούσα.
Κι εκεί, στον κύκλο του
ήλιου, περπατούσα καλώντας τα
όρη με τα ονόματα των πιο ψηλών
κορφών τους. Και φώ-
ναζα τους ποταμούς με τις πηγές
τους και τις θάλασσες…
Μ’ όλες τις αισθήσεις έτρεφα τη
σοφία…Οι άλλοι μιλού-
σαν με θαυμασμό κι εγώ με
λαχτάρα. Περίμενα να ηχήσει
το μακρινό κύμα. Και ως σύνθημα
να φτάσει ψηλά…Και να
φανερωθεί ο ανιχνευτής του
μέλλοντος εμπρός μου. Και να
του πω:
— Έτοιμος είμαι!
Όμως αργούσε. Κι όσο
αργούσε, χόρευαν οι σκέψεις μό-
νες. Και ήταν εκεί μια πεδιάδα
που ανέβαινε στους λόφους.
Και πολλοί λόφοι που ανέβαιναν
στο λευκό σύννεφο. Κι
ένας ορίζοντας μακρινός,
θάλασσα και ουρανός…Οι σκέ-
ψεις ταξίδευαν μονάχες. Τη μια
στον ποταμό με τις ιτιές, την
άλλη στο λειμώνα. Κι έπειτα
λούζονταν στις λίμνες… Αρ-
γούσε να φανεί, ο οδηγός
αργούσε. Και ύστερα λέγανε ότι
χρωστώ ακόμα χρόνους. Τάχα πως
δε μεγάλωσα πολύ ή εί-
χα ακόμα χρέος. Τέλος μου
ξέκοψαν:
— Θα μετρηθείς· αν είσαι
άξιος, θα φύγεις!».
— Τι μέτρο είχαν να σε
κρίνουν;
— «Δεν ήξερα· δεν ξέρω. Μα,
ως διέταζαν, μάθαινα ονό-
ματα αυτοκρατόρων και
στρατηγών… Ρωτούσα: «γιατί;»·
μου απαντούσαν μιλώντας για
τους δημιουργούς της Ιστο-
ρίας. Όμως, εγώ κατέγραφα τους
νεκρούς στις ένδοξες μά-
χες θρηνώντας… Άλλοι ριγούσαν
στην ανάμνηση των νικών.
«Για την πατρίδα!». Και ο Θεός με
την πατρίδα. Όλων των
αιώνων, όλοι οι Θεοί, μ’ όλες τις
πατρίδες· για τον πολιτι-
σμό του ξίφους. Ωστόσο, εγώ
μάθαινα.
— Να φύγω!
Κι όταν τελείωνε η
απομνημόνευση των αμφίων, ταξί-
δευα στον αρχαίο κήπο. Σ’ όλους
τους κήπους! Τι όμορ-
φος κόσμος! Τι στοχασμός! Τι
έρωτας, πόση γαλήνη!
— Γι’ αυτό το μέλλον θα
ετοιμαστώ, φώναζα με πείσμα
στο φεγγάρι κι αυτό γελούσε:
— Όσο ακόμα με υμνείς, έχεις ελπίδα…».
γ.
Σαν είπε αυτά τα λόγια, σώπασε.
Και μέσα στη σιωπή
άνθισε μια ανάμνηση.
Και καθώς φάνηκε να χάνεται στ’
απόκρυφα, ήρθε εμπρός
ο άλλος.
— Ο Δεύτερος! έγραψα.
Κι ακούστηκε η φωνή βαθιά:
— Σεμέλη! Μη φεύγεις…
— …
— Μητέρα, γύρισα! Προτού να
φύγω, γύρισα… Δε λά-
λησε το πρώτο το πουλί. Και πώς να
φύγω το πρωί τώρα
που ξέρω;
— …
— Σεμέλη πού πας; Δικός μου
είναι ο δρόμος, η πλάνη
και η μοναξιά όλη δική μου!
— …
— …Σε πήρα να σε ταξιδέψω στις πέρα
θάλασσες καρ-
διά μου! Και τώρα σε γυρίζω πίσω
αβάπτιστη… … Μάνα
μου, γύρισα!
— …
— Πού είσαι;
Έστρεψε τα μάτια πρώτα
τριγύρω, ύστερα ψηλά. Και κα-
θώς η έκπληξη αιωρήθηκε παντού,
μίλησε η κορυφαία:
— Σ’ όλους τους γυρισμούς
του ήταν εκεί!
Τότε όλοι κατάλαβαν· πρώτος
αυτός.
— Ω χαλασιά μου!
Και καθώς πλανήθηκε το
παραλήρημα, απόηχος, έμοια -
ζε το παρελθόν να ιστορεί το
μέλλον. Και φτεροκόπησε μα-
κριά ο θρήνος.
— Θα ξανάρθει! έδειξε η
γυναίκα απ’ το κεφαλόσκαλο.
Και καθώς πήρε ανάσα βαθιά
να θυμηθεί, απίθωσαν οι
νερόχαρες τα κιούπια. Και
εκείνος πλησίασε. Βυθίζοντας τη
θέλησή του στο βλέμμα τους,
έγνεψε στον κιθαρωδό. Κι ως
χύθηκαν οι μελωδίες στον άνεμο,
ανασηκώσανε οι νέες το
πορφυρό ένδυμα. Και δείχνοντας
κατάσαρκα τη λευκότητα,
αιωρήθηκαν. Χόρεψαν! Κι έσταξε
μύρο αυτός στα κιούπια.
Κι αυτές αγιάστηκαν στο μεγάλο
καθρέφτη…
Κι όσο κρατούσε η τελετή,
βγήκε η ανάσα. Κι όλες σταυ-
ρώθηκαν κατάχαμα ν’ ακούσουν.
Και η γυναίκα μίλησε:
— Δεν γύρισε για να χαθεί.
Να ξαποστάσει γύρισε. Να
ξαναγεννηθεί, πάλι να φύγει…
— Πάλι να φύγει! κράτησαν
τον ίσο οι μυρωμένες. Κι
ως στέγνωσε η λύπη στα
φρεσκοπλυμένα πρόσωπα, ήρθε η
απορία:
— Πάλι να φύγει;
— Εκεί τον γέννησε η φύση.
Δεν γύρισε για να χαθεί. Γύ-
ρεψε να δροσιστεί… Και ως
γεύτηκε την επιστροφή στον παι-
δικό του τόπο, ήρθε ένας ύπνος
ύπουλος στις πασχαλιές. Και
είχε τα μάτια ακίνητα. Λες και
μια σκέψη βαθιά ρούφηξε εντός
του όλο το φως κι έβλεπε αυτός
πέρα μακριά…
— Κι ύστερα;
— Ορθός στήθηκε πάλι. «Δε θα
ταφώ σ’ αυτή την ερη-
μιά!», μας είπε. Δρασκέλισε τη
ρεματιά κι έκρυψε ένα που-
λί τον ήλιο. Μπροστά ο ίσκιος,
πίσω αυτός. Επάνω αητός.
Ώσπου τον έσβησε ένα φως λευκό.
Κοίταξαν όλες κατά εκεί που
έδειξε το μάτι. Και ήταν ως
να ’βλεπαν κι ας ήταν άλλος
χρόνος. Ήταν σα να ’νιωθαν βα-
θιά αέναο το γυρισμό και το
ταξίδι.
Είδα τότε κι εγώ τα πέρα βουνά
που λούστηκαν με το
χλωμό του ήλιου…
— Πού ’ναι ο πατέρας; ρώτησα.
Και καθώς δεν ξέραμε αν ήταν
τούτο σπαραγμός ή η γα-
λήνη που γέννησε ο πόνος, σωπάσαμε
περιμένοντας.
Θυμήθηκα τότε τη νύχτα που
χιόνισε.
Ξυπνήσαμε το πρωί με μια χαρά
στο μάτι. Το άλλο βρά-
δυ μείναμε άγρυπνοι. Και ήταν οι
μόνες αστραπές που ’φερ-
ναν αντί για φόβο γέλιο. Κι ένα
χιόνι πυκνό. Λευκό, πιο λευ-
κό απ’ το πρόσωπο του Θεού την ώρα
που χαμογελούσε.
Τώρα κανένας δεν γελά. Γέμισε ο
κόσμος ύψιστες φοβέ-
ρες. Και βλέπουμε έντρομοι το
εκκρεμές της αρχαίας βαλα-
νιδιάς.
Μη χάσει κάτι απ’ την ταλάντωσή
του και εκραγεί –τρι-
βές, σκουριά της ιστορίας, είναι
μια απώλεια, φυσική.
Και πώς θα συλλέξουμε τα
συντρίμμια που δεν έχουμε
δύναμη μήτε το βλέμμα μας να
αποστρέψουμε από τις ανα-
μνήσεις; Κι ας ξέρουμε ότι έτσι θα
σωθούμε. Έτσι θα σω-
θούν κι αυτές.
Καθώς θυμήθηκα και στοχάστηκα,
άφησα τις σκέψεις
άηχες.
Όμως, με νιώθανε κι όλο
πλησίαζαν. Δεν ήμουν ξένος! Κι
εγώ γνώριζα πως πρέπει βαθιά να
φτάσουμε στα περασμένα.
Κι έγνεψα στον Πρώτο που ήταν
έτοιμος πάλι ν’ αρχίσει.
............................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου