Μέσα στο φτηνό μπουκάλι της μέθης
γυρεύοντας θαύματα και λύσεις ξαφνικές
χαϊδέψαμε την άνοιξη με καθαρά χέρια
αγγίξαμε την επιφάνεια του νερού
που δεν κυλούσε σαν ποτάμι ή έστω σαν ρυάκι
παρά στεκόταν ακίνητος παρατηρητής στη μέση τ’ ουρανού
και γύρω άστρα που έτρεχαν πάνω σ’ έλκηθρα
φωτίζοντας τους σκοτεινούς διαδρόμους των ανθρώπων.
Ήμουν ολόκληρος μέσα σ’ αυτή τη μέθη
με την ιστορία μου, με τη μοίρα μου
κλεισμένος από παντού να παραδίνω το σώμα μου
στις κρύες λιμνοθάλασσες του κόσμου
ή να μοιράζω σωσίβια σ’ αυτούς που μου έμοιαζαν
δίχως να λογαριάζω το ψιλόβροχο
που γέμιζε τις ταπεινές λακκούβες
κι ύστερα έμπαινε στα πόδια μας
σαν πρωινός επισκέπτης χωρίς καλημέρα
ορμητικός βάρβαρος απ’ την Ανατολή
που κυρίεψε τους αττικούς ορίζοντες.
Κοιτούσαμε τα χλομά φύλλα και τη φυλακή μας
προσφέροντας οβολούς χάλκινους στους ζητιάνους
καθώς τα βαριά φώτα των αυτοκινήτων έσβηναν.
Σ’ αυτό τον τόπο πώς να μετρηθείς, με ποιον να παλέψεις
χωρίς κριτές, χωρίς ελλανοδίκες ;
Είδαμε τους μαστροπούς να μετρούν τα βραδινά αργύρια
και να χάνονται σε στενά σοκάκια – ώρα έξι και τέταρτο.
Η πόλη ξύπνησε απ’ τις φωνές της Χριστίνας
που ενώνονταν με την ασθενική βροχή
με τις λίγες ελπίδες μας :
θέλουμε να ζήσουμε απ’ την αρχή
μαζί με τα τριζόνια και τα σπίτια μας
σέρνοντας το χορό στα επινίκεια της Σαλαμίνας
τότε και σήμερα – για πάντα.
Η βροχή προχώρησε στα μάτια μας
ξημερώνοντας καθαρή Δευτέρα
όμως η άσφαλτος βρόμικη κι οι ψυχές λερωμένες
από τα χθεσινά συμπόσια του Διονύσου.
Ανάπηροι δραπέτες σε κελλιά ξεκλείδωτα
μηχανές έζωσαν τους ύπνους μας
παλιά σίδερα σε νεκροταφεία αυτοκινήτων˙
η Τροία ήταν ένας παραλογισμός των θεών
κι η Ιφιγένεια μια σύγχρονη Χριστίνα.
Η πόρτα έτριξε, η πόρτα έτριξε :
η μέρα βγήκε απ’ το υπόγειο και μας νανούρισε.
''Ανάπηροι δρομείς''
εκδ. Στοχαστής, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου